.

Thursday, May 31, 2012

The “cross”
at Herculaneum /

Ο «σταυρός»
στην Ηράκλεια (Ερκολάνο)



Philip Carrington, The Early Christian Church,
vol. 1: The first Christian century,
Cambridge University Press, p. 176+.







Ένα κιβώτιο στο δάπεδο από κάτω και λίγο προς τη μία πλευρά του «σταυρού» ερμηνεύθηκε ως θυσιαστήριο και ο χώρος κατά συνέπεια ως χριστιανικός τόπος λατρείας. Η περαιτέρω έρευνα, όμως, κατέληξε σε ένα πιο χρηστικό σκοπό: το αποτύπωμα στο σοβά το άφησαν τα υποστηρίγματα ενός επίτοιχου ντουλαπιού ή πιθανόν ένα ράφι ή μια μετωπίδα στηριζόμενη σε ένα όρθιο υποστήριγμα.

Άλλα υποτιθέμενα «τεκμήρια» της χριστιανοσύνης στην Πομπηία και την Ηράκλεια πριν το 79 μ.Χ. επιδέχονται παρόμοια εναλλακτικές, πιθανότερες ερμηνείες.

* Everett Ferguson,
Backgrounds of Early Christianity
[Υπόβαθρα της Πρώτης Χριστιανοσύνης],
Wm. B. Eerdmans Publishing, 2003,
p./σ. 590.

Wednesday, May 30, 2012

Ο Βλαντίμιρ Λόσκι
περί του ονόματος του Θεού
& της φιλοσοφίας /

Vladimir Lossky
on God's name
& the philosophy




Βλαντιμίρ Λόσκι / Vladimir Lossky


Ο κόσμος δεν θα υπήρχε αν ο Θεός δεν ήταν αυτό που είναι. Στην Έξοδο ο Θεός καλεί τον εαυτό του: «Εγώ ειμί ο Ων». Οι Χριστιανοί θέλουν να βλέπουν σ' αυτό το θείο όνομα την απάντηση σε όλες τις ανθρώπινες φιλοσοφίες. Δικαιώνουν τους φιλοσόφους όταν διαβάζουν αυτό το χωρίο. Η ύπαρξη, που κανείς δεν μπορεί να ονομάσει, ονομάζει τον εαυτό της. Πάνω απ' όλα, αυτό το όνομα είναι ανεξάρτητο από κάθε άλλη ύπαρξη. Θα υφίσταται μετά την καταστροφή του σύμπαντος —«χωρισμένο» απ' όλα τα όντα— και θα αποκαταστήσει οντολογικά το σύμπαν, σύμφωνα με τη ραββινική παράδοση. Είναι το όνομα του «Όντος» μ' ένα απόλυτο τρόπο. Ο ιερός Αυγουστίνος, στις Εξομολογήσεις του (βιβλίο 7) συλλογίζεται πάνω σ' αυτό το κείμενο: «Εσύ με κάλεσες από μακρυά, λέγοντας: Εν αληθεία, ego sum qui sum. Και σε άκουσα καθώς κανείς ακούει μέσα στην καρδιά του και δεν μπορούσα πλέον να αμφιβάλλω. Θα μπορούσα ευκολότερα να αμφισβητήσω το γεγονός ότι ήμουν ζωντανός παρά το ότι υπάρχει η αλήθεια» —η αλήθεια που μπορεί να γίνει γνωστή συλλογιζόμενοι τη δημιουργία: Τα όντα δεν έχουν πράγματι ύπαρξη, «υπάρχουν επειδή προέρχονται από σένα, δεν υπάρχουν επειδή δεν είναι αυτό που εσύ είσαι».

* Βλαδίμηρος Λόσκυ,
Ορθόδοξη θεολογία: Μια εισαγωγή,
Κέντρο Μελετών Ιερά Μονής Κύκκου, 2002,
σ. 22.








The world would not have existed were God not even that which He is. In Exodus, God calls Himself: "I am He Who is." Christians have wanted to see in this divine name the response to all human philosophies. They have justified the philosophers by reading this passage. The being that one cannot name names Himself. This Name above all is independent of every other existence. It will subsist after the destruction of the universe—"separated" from all being—and will ontologically restore the universe, as the rabbinical tradition says. It is the name of "Him Who is" in an absolute manner. In his Confessions (Book 7), St. Augustine evokes his meditation on this text: "Thou didst call me from afar, saying: In truth, ego sum qui sum. And I heard Thee as one hears in the heart, and I could no longer doubt. I could have doubted more easily the fact that I was alive than that the truth exists"—truth which can be known in contemplating creation: beings really do not have being, "they are because they are from Thee, they are not because they are not what Thou art."

* Vladimir Lossky,
Orthodox theology: An introduction,
St. Vladimir's Seminary Press, 1978,
p. 22.



Γρηγορίου Νεοκαισαρείας (Θαυματουργού),
Μετάφρασις εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος /

Gregory of Neocaesarea,
Metaphrasis in Ecclesiasten Salamonis



Εκκλησιαστής κεφ. 3 / Ecclesiastes chap. 3


Ο’ / LXX
ΜΝΚ / NWT

1 Τοῖς πᾶσιν χρόνος, καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν.
2 καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι πεφυτευμένον,
3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομῆσαι,
4 καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι,
5 καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήμψεως,
6 καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι,
καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν,
7 καιρὸς τοῦ ῥῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ῥάψαι,
καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν,
8 καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
9 τίς περισσεία τοῦ ποιοῦντος ἐν οἷς αὐτὸς μοχθεῖ;
10 εἶδον σὺν τὸν περισπασμόν, ὃν ἔδωκεν θεὸς τοῖς υἱοῖς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ.
11 σὺν τὰ πάντα ἐποίησεν καλὰ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καί γε σὺν τὸν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ ἄνθρωπος τὸ ποίημα, ἐποίησεν θεός, ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ μέχρι τέλους.
12 ἔγνων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν αὐτοῖς
εἰ μὴ τοῦ εὐφρανθῆναι καὶ τοῦ ποιεῖν ἀγαθὸν ἐν ζωῇ αὐτοῦ·
13 καί γε πᾶς ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα θεοῦ ἐστιν.
14 ἔγνων ὅτι πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ θεός,
αὐτὰ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα· ἐπ᾽ αὐτῷ οὐκ ἔστιν προσθεῖναι, καὶ ἀπ᾽ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν, καὶ ὁ θεὸς ἐποίησεν, ἵνα φοβηθῶσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
15 τὸ γενόμενον ἤδη ἐστίν, καὶ ὅσα τοῦ γίνεσθαι, ἤδη γέγονεν, καὶ ὁ θεὸς ζητήσει τὸν διωκόμενον.
16 Καὶ ἔτι εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον τόπον τῆς κρίσεως, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής, καὶ τόπον τοῦ δικαίου, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής.
17 εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου Σὺν τὸν δίκαιον καὶ σὺν τὸν ἀσεβῆ κρινεῖ ὁ θεός, ὅτι καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι καὶ ἐπὶ παντὶ τῷ ποιήματι.
18 ἐκεῖ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου περὶ λαλιᾶς υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι διακρινεῖ αὐτοὺς ὁ θεός, καὶ τοῦ δεῖξαι ὅτι αὐτοὶ κτήνη εἰσὶν καί γε αὐτοῖς.
19 ὅτι συνάντημα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάντημα τοῦ κτήνους, συνάντημα ἓν αὐτοῖς· ὡς ὁ θάνατος τούτου, οὕτως ὁ θάνατος τούτου, καὶ πνεῦμα ἓν τοῖς πᾶσιν· καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος; οὐδέν, ὅτι τὰ πάντα ματαιότης.
20 τὰ πάντα πορεύεται εἰς τόπον ἕνα· τὰ πάντα ἐγένετο ἀπὸ τοῦ χοός, καὶ τὰ πάντα ἐπιστρέφει εἰς τὸν χοῦν·
21 καὶ τίς οἶδεν πνεῦμα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου εἰ ἀναβαίνει αὐτὸ εἰς ἄνω, καὶ πνεῦμα τοῦ κτήνους εἰ καταβαίνει αὐτὸ κάτω εἰς γῆν;
22 καὶ εἶδον ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν εἰ μὴ ὃ εὐφρανθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ· ὅτι τίς ἄξει αὐτὸν τοῦ ἰδεῖν ἐν ᾧ ἐὰν γένηται μετ᾽ αὐτόν;

1 Χρόνος δὲ οὗτος πάντων γέμει τῶν ἐναντιωτήτων,
2 τοκετῶν, εἶτα θανάτων, βλαστήσεως φυτῶν, εἶτα ἀνατροπῆς·
3 ἰάσεων καὶ ἀναιρέσεων, οἴκων τε εὐορθώσεως καὶ καταλύσεως,
4 κλαυθμῶν καὶ γελώτων, κοπετῶν καὶ ὀρχημάτων.
5 Νῦν μὲν συνάγει τις τὰ ἀπὸ γῆς, νῦν δὲ ἐξέβαλε· καὶ ποτὲ μὲν ἐπιμέμηνε γυναικὶ, ποτὲ δὲ αὐτὴν ἀποστυχεῖ.
6 Καὶ νῦν μὲν ἐζήτησέ τις ὁτιοῦν, νῦν δὲ ἀπώλεσε· καὶ νῦν μὲν ἐφύλαξε, νῦν δὲ προήκατο·
7 ἄλλοτε ἀπέκτεινεν, ἄλλοτε ἐφονεύθη· ἐλάλησεν, εἶτα ἡσύχασεν·
8 ἠγάπησεν, εἶτα ἐμίσησε. Τὰ γὰρ ἐν ἀνθρώποις πράγματα ποτὲ μὲν πολεμεῖται, ἄλλοτε δὲ εἰρηνεύεται,
9 ὀξυῤῥόπως τῶν πραγμάτων ἐξ ἀγαθῶν εἶναι δοκούντων εἰς ὁμολογούμενα κακὰ μεταπιπτόντων. Παυσώμεθα τοίνυν ἐξ ἀνονήτων μόχθων.
10 Ταῦτα γὰρ ἅπαντα, ὥς γέ μοι δοκεῖ, κέντροις ἰοβόλοις ἀνθρώπους ἐξοιστρεῖν ἐτέθη.
11 Καιροσκόπος δή τις πονηρὸς τὸν αἰῶνα τοῦτον περικέχηνεν, ἀφανίσαι ὑπερδιατεινόμενος τὸ τοῦ Θεοῦ πλάσμα, ἐξ ἀρχῆς αὐτῷ μέχρι τέλους πολεμεῖν ᾑρημένος.
12 Πέπεισμαι τοίνυν τὰ μέγιστα ἀγαθὰ ἀνθρώπῳ εὐθυμίαν καὶ εὐποιΐαν ὑπάρχειν,
13 καὶ μέν τοι καὶ τὴν πρόσκαιρον ταύτην ἀπόλαυσιν ἐκ Θεοῦ παραγενέσθαι μόνον, εἰ δικαιοσύνη τῶν πράξεων ἡγοῖτο.
14 Τῶν δὲ αἰωνίων καὶ ἀφθάρτων πραγμάτων, ὅσα ὁ Θεὸς παγίως ὥρισεν, οὔτε τι ἀφελεῖν, οὔτε τι προσθεῖναι δυνατόν. Ὧι τινι οὖν, ἀλλ’ ἔστιν, ἐκεῖνα φοβερά τε ὁμοῦ καὶ θαυμαστά·
15 καὶ τὰ μὲν γενόμενα, ἕστηκε· τὰ δὲ ἐσόμενα, ἤδη κατὰ τὸ προεγνῶσθαι γεγένηται. Θεῷ δὲ κέχρηται ὁ ἀδικούμενος βοηθῷ.
16 Εἶδον ἐν τοῖς κάτω μέρεσι, κολάσεως μὲν βάραθρον τοὺς δυσσεβεῖς δεχόμενον, εὐσεβέσι δὲ χῶρον ἕτερον ἀνειμένον.
17 Ἐλογισάμην δὲ πάντα ὅμοια ὑπάρχειν παρὰ Θεῷ νομίζεσθαι καὶ κρίνεσθαι, ταυτὸν εἶναι δικαίους καὶ ἀδίκους, λογικὰ καὶ ἄλογα. Χρόνον τε γὰρ ἅπασιν ὁμοίως ἐπιμεμετρῆσθαι, καὶ θάνατον ἐπηρτῆσθαι,
18 ταυτόν τε εἶναι παρὰ Θεῷ κτηνῶν τε καὶ ἀνθρώπων φῦλα, διαφέρειν δὲ ἀλλήλων, μόνῳ τῷ ἐνάρθρῳ τῆς φωνῆς·
19 συμβαίνειν δὲ αὐτοῖς ἅπαντα παραπλήσια, καὶ τὸν θάνατον χωρεῖν, οὐδὲν μᾶλλον ἐπὶ τὰ λοιπὰ τῶν ζώων, ἤπερ καὶ ἐπ’ ἀνθρώπους. Πνεῦμα γὰρ πᾶσιν ὅμοιον εἶναι, καὶ πλέον ὑπάρχειν ἐν ἀνθρώποις μηδὲν, ἀλλὰ πάντα ἑνὶ λόγῳ εἶναι μάταια,
20 ἀπὸ τῆς αὐτῆς γῆς λαβόντα τὴν σύστασιν, καὶ εἰς τὴν αὐτὴν γῆν ἕξοντα τὴν ἀνάλυσιν.
21 Ἄδηλον γὰρ εἶναι περί τε τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, εἰ ἀναπτήσονται ἄνω, καὶ περὶ τῶν λοιπῶν ἃς τὰ ἄλογα κέκτηνται, εἰ κάτω διαῤῥυήσονται.
22 Καὶ ὅ μοι ἐδόκει μηδὲν ἕτερον ὑπάρχειν ἀγαθὸν, εἰ μὴ τρυφὴ καὶ τῶν παρόντων χρῆσις. Οὐ γὰρ εἶναι πάλιν ᾠήθην, ἐπὶ τὴν ἀπόλαυσιν τούτων ἐλθεῖν δυνατόν, ἅπαξ ἀνθρώπῳ θανάτου γευσαμένῳ.


1 Για το καθετί υπάρχει προσδιορισμένος καιρός, καιρός για κάθε υπόθεση κάτω από τους ουρανούς:
2 καιρός να γεννιέται κανείς και καιρός να πεθαίνει· καιρός να φυτεύει και καιρός να ξεριζώνει αυτό που ήταν φυτεμένο·
3 καιρός να θανατώνει κανείς και καιρός να γιατρεύει· καιρός να γκρεμίζει και καιρός να χτίζει·
4 καιρός να κλαίει κανείς και καιρός να γελάει· καιρός να θρηνεί και καιρός να χοροπηδάει·
5 καιρός να πετάει κανείς τις πέτρες και καιρός να μαζεύει τις πέτρες· καιρός να αγκαλιάζει και καιρός να απέχει από το αγκάλιασμα·
6 καιρός να ζητάει κανείς κάτι και καιρός να το θεωρήσει χαμένο· καιρός να φυλάει και καιρός να πετάει·
7 καιρός να σκίζει κανείς και καιρός να ράβει· καιρός να σωπαίνει και καιρός να μιλάει·
8 καιρός να αγαπάει κανείς και καιρός να μισεί· καιρός για πόλεμο και καιρός για ειρήνη.
9 Τι πλεονέκτημα αποκομίζει αυτός που εργάζεται από εκείνο στο οποίο εργάζεται σκληρά;
10 Είδα τις ασχολίες τις οποίες έδωσε ο Θεός στους γιους των ανθρώπων για να ασχολούνται με αυτές.
11 Όλα τα έκανε ωραία, το καθένα στον καιρό του. Και την αιωνιότητα έβαλε στην καρδιά τους, ώστε οι άνθρωποι να μην ανακαλύψουν ποτέ το έργο που έκανε ο αληθινός Θεός από την αρχή ως το τέλος.
12 Έχω κατανοήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για αυτούς από το να χαίρονται και να κάνουν καλό όσο ζουν·
 13 και επίσης ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να τρώει και να πίνει και να απολαμβάνει το καλό για όλη τη σκληρή εργασία του. Αυτό είναι δώρο Θεού.
14 Έχω κατανοήσει ότι όλα όσα κάνει ο αληθινός Θεός θα υπάρχουν στον αιώνα. Τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί σε αυτά και τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί από αυτά· αλλά ο ίδιος ο αληθινός Θεός τα έκανε αυτά, ώστε οι άνθρωποι να φοβούνται ενώπιόν του.
15 Ό,τι έχει συμβεί υπήρχε ήδη και ό,τι πρόκειται να συμβεί έχει ήδη συμβεί· και ο αληθινός Θεός ζητάει αυτό που καταδιώκεται.
16 Και είδα επίσης κάτω από τον ήλιο τον τόπο της κρίσης, όπου υπήρχε πονηρία, και τον τόπο της δικαιοσύνης, όπου ήταν η πονηρία.
17 Είπα μέσα στην καρδιά μου: «Ο αληθινός Θεός θα κρίνει και τον δίκαιο και τον πονηρό, γιατί υπάρχει καιρός για κάθε υπόθεση και σχετικά με κάθε έργο εκεί».
18 Εγώ είπα μέσα στην καρδιά μου, όσον αφορά τους γιους των ανθρώπων, ότι ο αληθινός Θεός πρόκειται να τους διαλέξει, για να δουν ότι και αυτοί είναι ζώα.
19 Διότι υπάρχει κάποια κατάληξη για τους γιους των ανθρώπων και κάποια κατάληξη για το ζώο, και η κατάληξή τους είναι ίδια. Όπως πεθαίνει αυτό, έτσι πεθαίνει και εκείνος· και όλα έχουν ένα και το αυτό πνεύμα, ώστε δεν υπάρχει ανωτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με το ζώο, γιατί τα πάντα είναι ματαιότητα.
20 Όλα πηγαίνουν στον ίδιο τόπο. Όλα έχουν γίνει από χώμα και όλα επιστρέφουν στο χώμα.
21 Ποιος γνωρίζει το πνεύμα των γιων των ανθρώπων, αν ανεβαίνει πάνω, και το πνεύμα του ζώου, αν κατεβαίνει κάτω στη γη;
22 Και είδα ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να χαίρεται ο άνθρωπος τα έργα του, επειδή αυτή είναι η μερίδα του· διότι ποιος θα τον φέρει να δει τι θα γίνει έπειτα από αυτόν;



For this present time is filled with all things that are most contrary to each other — births and deaths, the growth of plants and their uprooting, cures and killings, the building up and the pulling down of houses, weeping and laughing, mourning and dancing. At this moment a man gathers of earth's products, and at another casts them away; and at one time he ardendy desire th the beauty of woman, and at another he hateth it. Now he seeketh something, and again he loseth it; and now he keepeth, and again he casteth away; at one time he slayeth, and at another he is slain; he speaketh, and again he is silent; he loveth, and again he hateth. For the affairs of men are at one time in a condition of war, and at another in a condition of peace; while their fortunes are so inconstant, that from bearing the semblance of good, they change quickly into acknowledged ills. Let us have done, therefore, with vain labours. For all these things, as appears to me, are set to madden men, as it were, with their poisoned stings. And the ungodly observer of the times and seasons is agape for this world, exerting himself above measure to destroy the image of God, as one who has chosen to contend against it from the beginning onward to the end. I am persuaded, therefore, that the greatest good for man is cheerfulness and welldoing, and that this shortlived enjoyment, which alone is possible to us, comes from God only, if righteousness direct our doings. But as to those everlasting and incorruptible things which God hath firmly established, it is not possible either to take aught from them or to add aught to them. And to men in general, those things, in sooth, are fearful and wonderful; and those things indeed which have been, abide so; and those which are to be, have already been, as regards His foreknowledge. Moreover, the man who is injured has God as his helper. I saw in the lower parts the pit of punishment which receives the impious, but a different place allotted for the pious. And I thought with myself, that with God all things are judged and determined to be equal; that the righteous and the unrighteous, and objects with reason and without reason, are alike in His judgment. For that their time is measured out equally to all, and death impends over them, and in this the races of beasts and men are alike in the judgment of God, and differ from each other only in the matter of articulate speech; and all things else happen alike to them, and death receives all equally, not more so in the case of the other kinds of creatures than in that of men. For they have all the same breath of life, and men have nothing more; but all are, in one word, vain, deriving their present condition' from the same earth, and destined to perish, and return to the same earth again. For it is uncertain regarding the souls of men, whether they shall fly upwards; and regarding the others which the unreasoning creatures possess, whether they shall fall downward. And it seemed to me, that there is no other good save pleasure, and the enjoyment of things present. For I did not think it possible for a man, when once he has tasted death, to return again to the enjoyment of these things.

* Alexander Roberts & Sir James Donaldson (eds.),
Ante-Nicene Christian Library: Translations of the Writings of the Fathers Down to A.D. 325,
Vol./Τόμ. 20: The writings of Gregory Thaumaturgus, Dionysius of Alexandria, and Archelaus,
T. and T. Clark, 1871,
pp./σσ. 12, 13 [7-29].
(English/Αγγλικά, PDF)




Baker Academic, 2009,
p./σ. 26.

Tuesday, May 29, 2012

To μήνυμα της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας σήμερα /

The message of the Greek Orthodox Church today




Greek Orthodox church of the Holy Annunciation
in Milwaukee (WI,USA) /

Ελληνορθόξος ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
στο Μιλγουόκι (Γουινσκόσιν, ΗΠΑ)



Η επιμονή πολλών «ορθοδόξων» χωρών να βλέπουν την Ορθοδοξία ως μέρος της εθνικής τους ταυτότητας και του πολιτισμού τους, που σχετίζεται με τα έθιμα και τον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό τους, υπονομεύει κάθε σοβαρή προσπάθεια να αντιμετωπίσει επιτέλους η Ορθοδοξία τις προκλήσεις που θέτει ο σύγχρονος κόσμος, καταδικάζοντάς την έτσι στον εγκλωβισμό στην παραδοσιαρχία, τον φονταμενταλισμό, τον κοινωνικό συντηρητισμό και αναχρονισμό, την επιστροφή στην προ-νεωτερικότητα και τις αυταρχικές δομές της πατριαρχικής κοινωνίας.

Μήπως είναι καιρός η Ορθοδοξία να κλείσει την «παρένθεση» που άνοιξε το 1453 με την πτώση του Βυζαντίου και να επιστρέψει στην κυρίως αποστολή της που είναι ο ευαγγελισμός και η μεταμόρφωση του κόσμου, το κήρυγμα της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού για τη σωτηρία και την αποκατάσταση ολάκερης της κτίσης; Ο ανανεωμένος θεολογικός λόγος πρέπει, πάντως, να έχει κατά νου ότι η Εκκλησία είναι πορεία προς τα Έσχατα και όχι επιστροφή στην ένδοξη και πονεμένη ιστορία του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας ή της «χριστιανικής αυτοκρατορίας». Εάν η Εκκλησία επιθυμεί να μιλήσει στο σύγχρονο κόσμο και στους σημερινούς ανθρώπους, προκειμένου να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας —και όχι στον αμετάκλητα ξεπερασμένο κόσμο του χθες— είναι επείγουσα ανάγκη να υπερβεί τον εθνοκεντρικό λόγο και να εγκαταλείψει κάθε όνειρο επιστροφής στην βυζαντινή θεοκρατία ή σε κάθε άλλη αντι-νεωτερική ρομαντική εκδοχή «χριστιανικής κοινωνίας». Η θεοκρατία και ο νεο-εθνικισμός, που δεν είναι τίποτε άλλο από εκκοσμικευμένες μορφές εσχατολογίας, συνιστούν το μόνιμο ιστορικό πειρασμό της Ορθοδοξίας και δεν μπορούν, για κανένα λόγο, να συνεχίσουν να είναι η πολιτική πρόταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

* Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ι.Μ.Δημητριάδος και Αλμυρού,
Εκκλησιολογία και Εθνικισμός στη μεταμοντέρνα εποχή,
Amen.gr, 22 Μαΐου 2012.

Nazi regime
against Jehovah's Witnesses:
A case
of monumental Christian neutrality /

Το ναζιστικό καθεστώς
εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά:
Μια περίπτωση
μνημειώδους χριστιανικής ουδετερότητας





I was taken to the office of a Gestapo officer who specialised in Jehovah's Witnesses. On the wardrobe there was a death's head. The Gestapo officer said to me:

- Will you give up? If not, this is what your head will look like.

I said:

- My conscience does not allow me to kill.

He replied:

- We will cure your conscience.

The beating started again. I lost consciousness a few times. I was not able to walk out of there on my own. After six weeks of investigation I was transported to Auschwitz.




Οδηγήθηκα στο γραφείο ενός αξιωματικού της Γκεστάπο που ειδικευόταν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πάνω στην ντουλάπα υπήρχε μια νεκροκεφαλή. Ο αξιωματικός της Γκεστάπο μου είπε:

- Θα τα παρατήσεις; Αν όχι, έτσι θα γίνει και το δικό σου κεφάλι.

Του είπα:

- Η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να σκοτώσω.

Εκείνος απάντησε:

- Εμείς θα γιατρέψουμε τη συνείδησή σου.


Ο ξυλοδαρμός άρχισε πάλι. Έχασα τις αισθήσεις μου αρκετές φορές. Δεν μπορούσα να περπατήσω από μόνος μου για να βγω από εκεί. Μετά από έξι εβδομάδες ανάκρισης μεταφέρθηκα στο Άουσβιτς.


* Teresa Wontor-Cichy,
Imprisoned for Their Faith: Jehovah's Witnesses in KL Auschwitz
[Φυλακισμένοι για την Πίστη τους: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Άουσβιτς],
Auschwitz-Birkenau State Museum, 2005,
pp./σσ. 15, 16 [14-20].
[English/Αγγλικά, PDF]


Monday, May 28, 2012

Alan Segal:

Jesus Christ,
God's principal angel
who carries the Tetragrammaton /

Ιησούς Χριστός,
ο πρωταρχικός άγγελος του Θεού
που φέρει το Τετραγράμματο





Many "two powers" themes have come together. Jesus is raised from the dead and enthroned as Christ far above the status of any man or angel. He is sovereign in this age and the age to come, a claim explicitly reserved for God according to rabbinic tradition. Furthermore, Christ has been exalted beyond any title that can be named, implying that he has been awarded the secret name of God.

The process of transferring divine names and titles to Jesus is especially characteristic of the Revelation of John where the identification of the Christ with the tetragrammaton is even more obvious. For instance, Rev. 22:12-13:
Behold I am coming soon bringing my recompense to repay every one for what he has done. I am the alpha and the omega, the first and the last, the beginning and the end.

We have seen that such titles from Isaiah and Deuteronomy are particularly important in the rabbinic polemic. These traditions present some plausible targets for the rabbis' attack. The same can be said of the Christ's victorious coming in Rev. 19.

Then I saw heaven opened, and behold, a white horse! He who sat upon it is called Faithful and True, and in righteousness he judges and makes war. His eyes are like a flame of fire and on his head are many diadems; and he has a name inscribed which no one knows but himself. He is clad in a robe dipped in blood, and the name by which he is called is the Word of God. And the armies of heaven arrayed in fine linen white and pure, followed him on white horses. From his mouth issues a sharp sword with which to smite the nations and he will rule them with a rod of iron; he will tred the wine press of the fury of the wrath of God the almighty. On his robe and on his thigh he has a name inscribed, King of Kings and Lord of Lords.

Many different images are jumbled together in this description. Divine warrior imagery is prominent but the divine warrior has been identified with the messiah (Ps. 2) and Jesus, based on the "son of man" tradition in Daniel. Furthermore, many divine titles are applied to the figure: "true and faithful," "King of Kings," "Lord of Lords" are all divine attributions in Judaism. Lastly and more importantly, he has appropriated the ineffable name, which is identical with "Word of God" (v. 13). On this basis, it seems safe to consider that many Christians identified the Christ with God's principal angel, who carried the divine name, because of his resurrection.

* Alan F. Segal,
Two powers in heaven: early rabbinic reports about Christianity and Gnosticism
[Δύο δυνάμεις στον ουρανό: πρωτοραβινικές αναφορές σχετικά με τον Χριστιανισμό και τον Γνωστικισμό],
Brill, pp./σσ. 212, 213.



Thursday, May 24, 2012

Η προβληματική της Ορθόδοξης θεολογίας σήμερα /

The problematics of the Orthodox theology today






Με την παρατήρηση αυτή επιτρέψτε μου να ανοίξω το θέμα τού μέλλοντος της Ορθόδοξης Θεολογίας στην εποχή μας. Το πρώτο και, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο πρόβλημα της Ορθόδοξης Θεολογίας σήμερα είναι η απουσία θετικών προτάσεων. Όταν τη δεκαετία του 1960 η γενιά των θεολόγων, στην οποία ανήκω, «επαναστάτησε», κατά κάποιο τρόπο, στην ακαδημαϊκή θεολογία όπως την είχαν διαμορφώσει κατά τα δυτικά πρότυπα οι προηγούμενες γενεές (Ανδρούτσος κλπ.), δεν περιορίστηκε στην κριτική, αλλά υπέβαλλε θετικές προτάσεις. Ωρισμένοι, όπως ο Ιω. Ρωμανίδης, άντλησαν από την ησυχαστική παράδοση και διαμόρφωσαν τη θεολογία γύρω από τον άξονα του προσωπικού βιώματος με έντονο το χαρισματικό στοιχείο. Άλλοι, όπως ο Χρ. Γιανναράς, άνοιξαν την Ορθόδοξη θεολογία στο χώρο της φιλοσοφίας αναδεικνύοντας την οντολογία της σχέσεως. Προσωπικά βρήκα στη Θεία Ευχαριστία το κλειδί για την κατανόηση αρχικά της δομής και των λειτουργημάτων της Εκκλησίας, και στη συνέχεια της ίδιας της ανθρωπολογίας (με την έννοια του προσώπου ως κοινωνίας και ετερότητας) και τελικά αυτού τούτου του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού ως ουσίας και προσώπων, κοινωνίας και ετερότητας.

Με την πάροδο του χρόνου τι απέγιναν όλα αυτά στις αρχές του 21ου αιώνα; Πρώτον, κάθε μία από τις παραπάνω προτάσεις δέχτηκε σκληρή κριτική, χωρίς όμως καμμιά αντιπρόταση. Δεύτερον, και χειρότερα οι πιο πάνω προτάσεις κονταροχτυπήθηκαν μεταξύ τους καθιστώντας αδύνατη κάθε σύνθεση. Μόλις πρόσφατα η ευχαριστιακή προσέγγιση κρίθηκε από «οπαδό» της θεολογίας του Ιω. Ρωμανίδη ως περίπου «κυοφορούμενη αίρεση», ενώ και ο Χρ. Γιανναράς εκφράζει πλέον γι' αυτήν επιφυλάξεις ζούμε σε μια εποχή θεολογικού αλληλοσπαραγμού. Η λέξη «αιρετικός» τείνει να δηλώσει κάθε ένα που διαφωνεί με την άποψή μας σε πείσμα όσων ο ιερός Φώτιος και η αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας διδάσκουν περιορίζοντας σαφώς τον όρο «αίρεση» μόνο σε ό,τι αποτελεί παράβαση των αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων.

Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η Ορθόδοξη θεολογία βιώνει μία εσωτερική πολεμική, από την οποία τίποτε το θετικό δεν θα προκύψει.


* Ιωάννης Ζηζιούλας,
«Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι προκλήσεις του 21ου αιώνα»,
Πληροφόρηση, Δεκέμβριος 2011, εκδ. Ι.Μ.Δ., σ. 15.
[Ελληνικά/Greek, PDF]