.

Saturday, November 4, 2023

Emanuel Tov's conclusions
on the form of the Tetragrammaton
in the Old Greek (the original “Septuagint”) version /

Συμπεράσματα του Ιμάνιουελ Τοβ
για τη μορφή του Τετραγράμματου
στην Παλαιά Ελληνική μετάφραση
(την πρωτότυπη «Μετάφραση των Εβδομήκοντα»)

 


 

 













Emanuel Tov,
P.Vindob. G 39777 (Symmachus) and the Use of Divine Names in Greek Scripture Texts,”
in: Ruth A. Clements, Russell Fuller, Armin Lange & Paul D. Mandel (eds.),
The Textual History of the Bible from the Dead Sea Scrolls to the Biblical Manuscripts of the Vienna Papyrus, Collection Proceedings of the Fifteenth International Symposium of the Orion Center for the Study of the Dead Sea Scrolls and Associated Literature, Cosponsored by the University of Vienna Institute for Jewish Studies and the Schechter Institute of Jewish Studies. Series: Studies on the Texts of the Desert of Judah, Volume 137,
Leiden: Brill, 2023, pp. 302–315.
[ISBN 9789004511705 (e-book) / 9789004504622 (hardback)]

Sunday, October 22, 2023

Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιρρησίες συνείδησης
κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974):
Η μαρτυρία του Βασίλη Δεδότση /

Jehovah's Witnesses conscientious objectors
during the military dictatorship (1967-1974):
The testimony of Vassilis Dedotsis

 

 


Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Δεν θα βλέπεις ήλιο, θα βλέπεις μόνο το φεγγάρι»:
Μάρτυρας του Ιεχωβά σε αυστηρή απομόνωση
κατά τη Χούντα

Κωδικός Ιστορίας
10927
Σύνδεσμος Ιστορίας
https://archive.istorima.org/interviews/10927
Αφηγητής/τρια
Βασίλης Δεδότσης (Β.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/08/2022
Ερευνητής/τρια
Ζαφειρία Κάρλου (Ζ.Κ.)


Καλημέρα.

Καλημέρα.

Είναι Τρίτη 09/08/2022 είμαι εδώ μαζί με τον… Πείτε μου το όνομά σας.

Βασίλης Δεδότσης.

Ωραία. Εγώ είμαι η Κάρλου Ζαφείρια, ερευνήτρια του Istorima και είμαστε εδώ στον Γέρακα για τη συνέντευξη. Πείτε μου λίγα λόγια για εσάς.

Προέρχομαι από μια εργατική οικογένεια, γεννήθηκα στο Αίγιο Αχαϊας στις 11/08/49, 1949. Είμαστε μια εφταμελής οικογένεια, 5 παιδιά και οι γονείς. Δύσκολα χρόνια βιώσαμε και από μικρό παιδάκι καθώς άρχισα να έχω τις πρώτες — έτσι καθώς μεγάλωνα — τις πρώτες εντυπώσεις με απασχολούσε πολύ η ανισότητα στην κοινωνία. Και όχι απλώς η ανισότητα, η υποκρισία που παρατηρούσα συνεχώς γύρω μου. Δουλεύουμε σαν οικογένεια όλα τα μέλη της οικογένειας ακόμη και μικροί που ήμασταν σε ηλικία 8 χρονών σε μια εταιρεία, η οποία είχε καταστήματα, είχε κινηματογράφο, είχε πολλά και διάφορα. Γνωρίζαμε από κοντά τον τρόπο με τον οποίο ζούσε η διεύθυνση της εταιρείας: απάτες, κλοπές και τα λοιπά, τότε ήταν άγνωστα τα φορολογικά συστήματα για έλεγχο και κυριολεκτικά μας έπιναν το αίμα, όπως λέμε, καθώς εργαζόμαστε. 

Η ζωή μας πραγματικά σταμάτησε, προσωπικά η ζωή μου σταμάτησε, όταν διαπιστώθηκε καρκίνος στη μητέρα μου σε ηλικία μόλις 47 χρονών, η μητέρα μου. Εγώ ήμουν 14 χρονών και σε ενάμιση χρόνο από την από τη διάγνωση, η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν ένα γεγονός πολύ τραυματικό στη ζωή μου προσωπικά και στην υπόλοιπη οικογένεια. Και τότε ακριβώς έγινε το το «μπαμ» στην προσωπική μου ζωή, γιατί προβληματίστηκα πολύ με το ζήτημα της ζωής και του θανάτου. Δηλαδή παρατηρούσα ότι οι άνθρωποι που ήταν πολλοί μεγαλύτεροι από τη μητέρα μου είχανε, ζούσαν και απολάμβαναν πολλά και διάφορα, καθώς επίσης και τα αφεντικά της επιχείρησης. Και αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο τότε ήταν υποκρισία του θρησκευτικού συστήματος. Οι άνθρωποι αυτοί που είχαν κατακλέψει ειλικρινά την κοινωνία ολόκληρη, το όνομά τους ήτανε αναρτημένο σε 2 πλάκες έξω από τον μητροπολιτικό ναό στη Φανερωμένη του Αιγίου, αριστερά και δεξιά υπάρχουν 2 πλάκες — δεν ξέρω αν σήμερα συνηθίζεται αυτό, συνηθίζεται αυτό το φαινόμενο — δωρεές και ευεργέτες δωρεές και ευεργέτες και ευεργέτες του ναού. Και φιγουράριζε στη στήλη αυτή των δωρεών και των ευεργετών το όνομα των… Τα ονόματα των μελών της επιχείρησης. Προσπάθησα να μάθω πληροφορίες γιατί ο θάνατος… Ήμουνα δεκάξι χρονών όταν τελικά πέθανε η μητέρα μου, στα 17 ακριβώς. Ο μικρότερος αδερφός μου ήταν 4 χρόνια νεότερος μικρότερος, ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήταν 3 χρόνια παραπάνω από εμένα, η μια αδελφή μου ήδη είχε παντρευτεί, είχε φύγει — μεγαλύτερη από όλους — και η αδερφή μου τελικά έφυγε για το εξωτερικό. Και μέναμε στην ουσία τα 3 αγόρια. Ο Χρήστος ο μεγαλύτερος από μένα πέτυχε στην Πάντειο στο Πάντειο πανεπιστήμιο, έφυγε για την Αθήνα και έμεινα εγώ πίσω με τον μικρότερο τον Ανδρέα, που στην κυριολεξία εισπράξαμε όλη την αδικία ενός καινούργιου γάμου με τον πατέρα μου. Μπήκε η μητριά στο σπίτι, βαθιά ριζωμένη στο ορθόδοξο θρησκευτικό στοιχείο, «Ζωίτες» όπως είναι γνωστός ο όρος για αυτούς τους πολύ φανατικούς, με κατεβασμένα τα ρολά όπως λέμε, με παρωπίδες και στο διάστημα αυτό προσπαθούσα να αναζητήσω τους λόγους, τα αίτια για το θάνατο της μητέρας μου. Απαντήσεις δεν βρήκα. Ο θεολόγος καθηγητής μου είπε: «Βασιλάκη, μην το ψάχνεις. Μετά θάνατον, αέρας κοπανιστός». Ένας άλλος ιερέας της ενορίας μου είπε: «Κοίταξε, Βασιλάκη, η μαμά σου ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος» — όντως ήταν μια υπέροχη προσωπικότητα, γιατί να πεθάνει — και μου έδωσε την εξής απάντηση ότι: «Ο Θεός την ήθελε μαζί του». Κι εγώ απορημένος είπα παίρνει τους καλούς ο Θεός και μου αφήνει τα καθάρματα, συγγνώμη για την έκφραση, γύρω μας; Αυτή η απάντηση με σοκάρισε και άρχισα να αναζητώ το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Έτσι ήρθα σε επαφή με την Αγία Γραφή και καθώς άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή… Το άκουσμα σχετικά με την Αγία Γραφή, έγινε σε ένα οδοντιατρείο που ήταν ένας νεαρός και φίλος, μάλιστα αυτός ήταν ελαιοχρωματιστής, εγώ ήμουν απόφοιτος Λυκείου. Για να είμαι ειλικρινής, με προβλημάτισαν οι σκέψεις του παλικαριού αυτού και με την δική του προτροπή και συναίνεση, επίμονη προτροπή, «ψάξ’ το, Βασίλη, η Αγία Γραφή έχει απαντήσεις για πολλά ζητήματα» και έτσι άρχισα να μελετάω τη Γραφή. Αυτός ο νεαρός ήτανε, απ’ ό,τι στη συνέχεια έμαθα, ήτανε μάρτυρας του Ιεχωβά. Άγνωστη για μένα αυτή η αίρεση, όπως θεωρούταν τότε — γιατί αργότερα κατάλαβα δεν πρόκειται περί αιρέσεως — άρχισα να το παρακολουθώ. Τα πράγματα όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν ήταν περίοδος χούντας 1967 — 1966 πέθανε η μητέρα μου — 1967 ξέσπασε η χούντα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για αυτές τις μικρές ομάδες. Ό, τι διαφορετικό υπήρχε τότε ήτανε κυνηγημένο. Προβληματίστηκα πάρα πολύ, αν και είχα αναβολή λόγω σπουδών, συνέχισα την έρευνά μου αυτή και τελικά διαπίστωσα ότι δεν ήταν τα πράγματα που όπως μου τα είχε παρουσιάσει ο θεολόγος ή ο ιερέας. Υπήρχαν απαντήσεις για το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Το μυστήριο αυτό έπαψε να είναι μυστήριο για μένα. Έμαθα την άποψη της Αγίας Γραφής και συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία λέει σχετικά με το ζήτημα της ζωής και του θανάτου. Αυτή η επαφή μου με τους λίγους Μάρτυρες του Ιεχωβά — δακτυλοδεικτούμενους και κυνηγημένους την εποχή εκείνη, στο Αιγαίο υπήρχαν μόλις και μετά βίας 7 οικογένειες μαρτύρων του Ιεχωβά — οι μυστικές υπηρεσίες της αστυνομίας ήταν από κοντά σε κάθε δραστηριότητά μου, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από τη Γενική Ασφάλεια, την Γενική Ασφάλεια του Αιγαίου, την αστυνομική διεύθυνση πήγα και μου είπαν ότι: «Σου δώσαμε αναβολή για να σπουδάσεις, αλλά εσύ την αναβολή τη χρησιμοποιήσεις για να μπλέξεις με τους πλέον επικίνδυνους πολίτες της χώρας αυτής, χειρότεροι και από τους κομμουνιστές είναι οι Ιεχωβάδες», όπως τους χαρακτήριζαν τότε. Μου είπαν ότι «Η αναβολή σου θα κοπεί, εάν δεν σταματήσεις την επαφή μαζί τους». Προσωπικά θα ήθελα να τονίσω ότι o αδερφός μου ο Χρήστος, ο οποίος ήδη σπούδαζε στην Αθήνα, είχε ήδη έρθει σε επαφή και αυτός με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά της Αθήνας και με προτροπές δικές του «ψάξτ’ το Βασίλη δεν είναι τα πράγματα όπως τα γνωρίζαμε»… 

Εγώ ασφαλώς δεν ενέδωσα, δεν ανταποκρίθηκα στην πίεση και έντονη πίεση της αστυνομίας. Συνέχισα τις επαφές μου και στις 21 Ιουλίου του 1969, μού ήρθε χαρτί να παρουσιαστώ στο στρατόπεδο της Καλαμάτας για στρατιωτική υπηρεσία. Παρά το ότι ήμουνα πολύ νεαρός, πολύ «βρέφος» σε εισαγωγικά, στα ζητήματα αυτά της θρησκείας, είχα αντιληφθεί ότι ένας χριστιανός δεν έχει καμία θέση με τα στρατιωτικά συστήματα. Και όταν λέμε χριστιανός, όχι κατ’ όνομα χριστιανός. Μελετώντας την ζωή και την ιστορία των πρώτων χριστιανών διαπίστωσα ότι οι πρώτοι χριστιανοί αρνούνταν να στρατευτούν και υπάρχουν συγκεκριμένες αφηγήσεις, που το πιστοποιούν αυτό, ιστορικών της εποχής εκείνης. Ήρθα σε επαφή με βιβλία, διάβασα χαρακτηριστικά και διαπίστωσα ότι η λέξη χριστιανός και στρατιώτης ήταν δύο έννοιες ασυμβίβαστες. Κι έτσι λοιπόν παρουσιάστηκαν στο στρατόπεδο στην Καλαμάτα στις 21/07/1969. Όταν παρουσιάστηκα στο στρατόπεδο, ζήτησα να παρουσιαστώ στο διοικητή. Τονίζω ότι ήτανε περίοδος Χούντας, το σκληρό καθεστώς, «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Πήγα στο διοικητή — απορώ μέχρι σήμερα πού βρήκα αυτό το θάρρος — ήμουνα μόλις 19 χρονών, ζύγιζα μόλις 57 κιλά, χωρίς την παρουσία κάποιων δίπλα μου. Ούτε γονείς, ούτε συγγενείς, τίποτα απολύτως. Μόνος μου μέσα σε ένα στρατόπεδο με δυόμισι χιλιάδες στρατιώτες να πάω στο διοικητή του συντάγματος και να πω ποιος είμαι — καθαρή αυτοκτονία θα μπορούσε να πει κανείς.  Όταν παρουσιάστηκα στο γραφείο του διοικητή με τη συνοδεία δύο φρουρών και του εξήγησα ποιος είμαι. Με κοίταξε σαν να έβλεπε μυρμήγκι και μου λέει: «Ρε μάρτυρα, καταλαβαίνεις -μου λέει- τι κάνεις, τι μέρα είναι σήμερα για την ανθρωπότητα;». Είχα ξεχάσει τελείως ότι 21/07/1969 προσεδαφίστηκε το Απόλλων 11 στη σελήνη. «Ο άνθρωπος σήμερα πατάει το πόδι του στη σελήνη και εσύ έρχεσαι με αυτές τις ηλίθιες ιδέες να μου πεις ποιος είσαι». Τέλος πάντων, άρχισε να ουρλιάζει, διέταξε τους φρουρούς να με πάρουνε σχεδόν σηκωτό. Μάζεψε όλο το στρατόπεδο, με έβαλε μπροστά στο διοικητήριο και είπε στους συγκεντρωμένους αξιωματικούς και στρατιώτες: «Τον βλέπετε αυτόν -λέει- είναι ανθέλληνας, είναι προδότης, είναι Iαχωβίτης, εχθρός της χώρας και του έθνους, το μόνο που του αξίζει να τον φτύσετε» και πέρασε σχεδόν ένας μεγάλος αριθμός — ούτε καν έδωσα σημασία. Διέταξε την αυστηρή μου απομόνωση στο πειθαρχείο μια μέρα φαγητό, μια μέρα όχι. Μου λέει: «Δεν θα βλέπεις ήλιο, θα βλέπεις μόνο το φεγγάρι για να θυμάσαι τι έκανες την ημέρα που η ανθρωπότητα γιόρταζε το τρομερό αυτό γεγονός της προσεδάφισης του Απόλλων 11 στη σελήνη». Ναι, είναι γεγονός ότι έβλεπα το φεγγάρι το βράδυ. Αλλά εγώ δεν στοχαζόμουν τι έκανε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Στοχαζόμουνα την προσωπική μου σχέση με τον Θεό. Ήμουνα ιδιαίτερα ευτυχισμένος, γιατί ήξερα ότι αυτό που κάνω είναι σε αρμονία με την Αγία Γραφή, σε αρμονία με το ό,τι δίδαξε Ιησούς. Θυμήθηκα τα λόγια του Ιησού στο τροποποιημένο εδάφιο από πολλούς εκπροσώπους των θρησκειών. Όταν ο Πέτρος, ο απόστολος Πέτρος έβγαλε το μαχαίρι του και χτύπησε και έκοψε το αυτί ενός δούλου, που πήγαν να συλλάβουν τον Ιησού τη νύχτα εκείνη την περίφημη στον κήπο της Γεσθημανή, ο Ιησούς δεν είπε: «Πέτρο, Πέτρο, βάλε το χέρι σου στη θήκη, γιατί μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις». Αυτό είναι διαστρέβλωση αυτού που είπε ο Ιησούς. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη και του Ματθαίου λέει ξεκάθαρα ότι ο Ιησούς είπε: «Βάλε το μαχαίρι σου στη θήκη σου, διότι οι πιάσαντες μάχαιρα με μαχαίρι θα απολεσθούν». Ο Ιησούς, λοιπόν, παίρνει τον προβολέα από τον Πέτρο και το εφαρμόζει για όλους τους μελλοντικούς ακολούθους του. Μια πορεία, την οποία όπως τόνισα προηγουμένως οι ιστορικοί του πρώτου αιώνα την τονίζουν ξεκάθαρα, ότι δεν μπορούσε στρατιώτης και χριστιανός να ‘ναι έννοιες συνώνυμες. Ήταν ασυμβίβαστες έννοιες.  Ήτανε δυο μήνες ολόκληρους. Ήμουνα σε αυστηρή απομόνωση, μια μέρα φαγητό, μια μέρα όχι. Βγήκα από το πειθαρχείο, μεταφέρθηκα στις φυλακές Μπογιατίου — στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, έξω από την Αθήνα — στις 02/09/1969 πήγα στο Μπογιάτι. Ήταν μια από τις σκληρές φυλακές, γνωστές άφησαν όνομα στη διάρκεια της χούντας. Ήταν συνώνυμες του Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α., Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Στρατιωτικής Αστυνομίας και των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς πολιτικούς κρατούμενους την περίοδο εκείνη. Αργότερα έγιναν βουλευτές, υπουργοί και τα λοιπά από διάφορα κόμματα. Όταν εγώ πήγα στο Μπογιάτι, ήτανε άλλοι 27 νεαροί μάρτυρες του Ιεχωβά. Πέρασα στρατοδικείο. Το στρατοδικείο μού επέβαλε την ποινή των τεσσεράμισι ετών. Ήτανε η γνωστή ταρίφα τότε. Μας δίκαζαν τεσσεράμισι, τεσσεράμισι, τεσσεράμισι. Όχι πάνω από 5 χρόνια, διότι αν μας δίκαζαν πάνω από 5 χρόνια, χάναμε την ιδιότητα του στρατιώτη, πηγαίναμε σε πολιτικές φυλακές. Ήθελε λοιπόν ο στρατός να μας κρατήσει, για λόγους έτσι σωφρονισμού, να μας κρατήσει στις στρατιωτικές φυλακές. Δύσκολα χρόνια. Η πρώτη μου έτσι εμπειρία στη φυλακή ήταν όταν πλησίαζε 28 Οκτωβρίου πρωί 28 Οκτωβρίου 1969. Στον θάλαμο που μας είχανε παρατήρησα μια ασυνήθιστη κίνηση πρωί-πρωί. Δηλαδή μια ανησυχία, έβλεπα κάποιους να φορούν διπλές μπλούζες να βάζουν, να βάζουν διπλό παντελόνι. Ένας έβαλε διπλά μαξιλάρια πίσω του και δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Τέλος πάντων, μου εξήγησαν ότι κάθε εθνική επέτειο — ή εμείς τις λέγαμε μαύρες επετείους, δεν ήταν εθνικές επέτειοι αυτοί — μας συγκέντρωναν στο προαύλιο των φυλακών, όπου η δύναμη των φυλακών ήταν τότε γύρω στα 180 άτομα, ποινικοί κρατούμενοι, από κάθε καρυδιάς καρύδι, όπως λέμε. Αρκετοί ήταν τα λεγόμενα «αποβράσματα της κοινωνίας», επικίνδυνοι κακοποιοί. Δεν υπήρχε τότε το σωφρονιστικό σύστημα για ξεχωρισμό αδικημάτων, υπήρχε συγχρωτισμός. Ήμαστε υποχρεωμένοι να συζούμε και να βιώνουμε μαζί με εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και καθώς έμπαινε η φρουρά μέσα και φώναζε ο επικεφαλής «Ζήτω η 21/04», εμείς δεν εκτελούσαμε στρατιωτικά παραγγέλματα, καθόμαστε ακίνητοι, όρθιοι στον χώρο του προαυλίου και τότε άρχιζε το λεγόμενο «ξυλοφόρτωμα»: κλωτσιές, μπουνιες, όποιον έπαιρνε χάρος που λένε. Ήταν μία από τις οι πρώτες εμπειρίες που βίωσα παλικαράκι, 19 χρονών. Και από εκεί και πέρα, τα πράγματα παρόμοια εκτυλίχθηκαν στις 25 Μαρτίου και κάθε εθνική επέτειο θέλω να τονίσω, η φυλακή μετατρεπόταν σε ένα Νταχάου. Κάποια στιγμή μεταφερθήκαμε στις φυλακές Ιωαννίνων με παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού και Διεθνών Οργανώσεων, όπως της Διεθνούς Αμνηστίας και επειδή συνέβαιναν πολλά και διάφορα στον χώρο των φυλακών, φοβήθηκαν μήπως έρθουν επισκέπτες από Διεθνείς Οργανώσεις και διαπιστώσουν από κοντά τι γινότανε. Στο διάστημα αυτό είχα και την ευκαιρία βέβαια, έπεσα στα γεγονότα που είχαν σχέση με τον Αλέκο τον Παναγούλη. Ο Παναγούλης ο Αλέκος ήταν αυτός που πήγε να σκοτώσει το δικτάτορα Παπαδόπουλο. Η διοίκηση ενώ δεν εμπιστευόταν εμάς, μάς αποκαλούσαν αναρχικούς προδότες, ανθέλληνες και τα λοιπά. Στην περίπτωση του Αλέκου του Παναγούλη ήμαστε οι μόνοι που μπορούσαμε να είμαστε σερβιτόροι του και με τους οποίους μπορούσε να κάνει παρέα ο Παναγούλης. Να παίζουμε πινγκ-πονγκ ή άλλα αθλήματα, τέλος πάντων, την ώρα που η φυλακή ήταν κλεισμένη. Εμείς για λόγους εμπιστοσύνης, μας άφηναν ελεύθερους δηλαδή μπορούσαμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα στη φυλακή άσχετα την προκατάληψη που υπήρχε. Ήξεραν ότι κανένας από μας δεν θα αποδράσει. Και θα πω με κάθε παρρησία και χωρίς καμία αμφιβολία — ίχνος αμφιβολίας — ότι εκεί πραγματικά έζησα την πρώτη χριστιανική φλόγα, την πρώτη χριστιανική αγάπη: τη σύμπνοια, την αγάπη, το ανιδιοτελές-ειλικρινές ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον. Τα πάντα ήταν κοινά. Είχα εγώ επισκεπτήριο, θα μοιραζόμαστε εξίσου τα πάντα που έφερναν. Θυμάμαι ένα κοτόπουλο μάς είχε έρθει μια φορά, το μοίρασε στα 27 κομμάτια ένας για να φάμε. Τίποτα δικό μας προσωπικό δεν είχαμε, τα πάντα κοινά. Αυτή η σύμπνοια, αυτή η αγάπη πραγματικά μου ‘δωσε να καταλάβω ότι βάδιζα στον σωστό δρόμο της αλήθειας. Καμία σχέση με αυτό, το οποίο βιώναμε στη φυλακή — με το μίσος, με την εκδικητικότητα, με τις βεντέτες, με το κουτσομπολιό, με τη ρουφιανι. Τίποτα-τίποτα από όλα αυτά. Ήταν μια αγνή, χριστιανική παρέα-συντροφιά, η οποία πραγματικά ενέπνεε, μας ενέπνεε όλους για να συνεχίσουμε αυτόν τον αγώνα που είχαμε αρχίσει. Πολλές φορές μάλιστα, κρατούμενοι, ποινικοί κρατούμενοι ανεγνώριζαν και χειροκροτούσαν αυτή τη συμπεριφορά, την αγάπη μας, τη γενναιοδωρία μας όχι προς την κοινότητα τη δικιά μας, αλλά και προς άλλους. Δηλαδή πολλές φορές μοιραζόμαστε υπάρχοντα, φρούτα ιδιαίτερα, και με τους άλλους ποινικούς κρατούμενους. Είχαμε πολλές φιλίες δημιουργήσει. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν πλησιάζονταν. Είχαμε από όλους τους χώρους της φυλακής, από πολιτικούς κρατούμενους… Οι αριστεροί συνήθιζαν πάντα να είναι κοντά μας, γιατί μπορούσαν να μιλάνε σε ένα άλλο είδος επιπέδου μαζί μας. Και επίσης και ο Αλέκος ο Παναγούλης πολλές φορές φώναζε από το κελί του ότι: «Αν θέλαμε να πέσει η χούντα και θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας στην αντίσταση κατά της χούντας, η χούντα θα είχε πέσει προ πολλού». Γιατί έβλεπε την αγωνιστικότητα, τη σύμπνοια, είμαστε ένα σώμα, μια γροθιά, όπως λέμε.  Τέλος πάντων, φύγαμε για τις φυλακες Ιωαννίνων. Εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά, ήταν αγροτικές οι φυλακές Ιωαννίνων. Ήμαστε μόνοι μας, δεν είχαμε ποινικούς κρατούμενους γύρω μας. Εκεί τα πράγματα ήταν ελεύθερα. Αποφυλακίστηκα από τις φυλακές Ιωαννίνων μετά από τρεισήμισι χρόνια. Και η μέθοδος αυτή που χρησιμοποιείτο ήταν να πάρω φύλλο πορείας και εντός 4 ημερών έπρεπε να παρουσιαστώ πάλι στο στρατόπεδο της Καλαμάτας, να πάω στο στρατόπεδο.  Ο δεύτερος γύρος. Έτσι, ο δεύτερος γύρος ήτανε λίγο πιο ξεκούραστος στη διάρκεια της παραμονής μου στο Σύνταγμα. Έμεινα 62 μέρες στο δεύτερο γύρο. Είχα κάποια προβλήματα υγείας, είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται λόγω της υγρασίας στις φυλακές. Επίσης των κακών συνθηκών διαβίωσης, θέρμανση δεν υπήρχε, μια σόμπα για 80-90 κρατούμενους.

Το φαγητό δεν ήτανε το κατάλληλο. Δηλαδή μας έβαζαν φαγητό σε καραβάνες — καραβάνες τσίγκινες — κι ώσπου να πάμε στο τραπέζι να καθίσουμε, είχε παγώσει το φαγητό, δεν τρωγότανε. Πιρούνια και μαχαίρια δεν μας έδιναν και έπρεπε το κουτάλι να το χρησιμοποιήσουμε ακόμα και μακαρόνια να φάμε. Πολλές φορές τα χέρια έπαιζαν το ρόλο του πιρουνιού και του μαχαιριού. Τέλος πάντων, παρουσιάστηκαν κάποια κάποια προβλήματα υγείας. Μου συμπεριφέρθηκε καλά η διοίκηση του συντάγματος στην Καλαμάτα και με έβαλαν στο αναρρωτήριο. Βέβαια, για να μην προσηλυτίσω και άλλους, μου είχαν βάλει τρεις φρουρούς, νύχτα μέρα. Ήτανε τρία εξαιρετικά παλικάρια, γίναμε φίλοι και με τους τρεις. Και έφυγα ξανά για το δεύτερο γύρο στο Μπογιάτι.  Πήγα ξανά στις φυλακές Μπογιατίου, ήμαστε περισσότεροι περισσότεροι κρατούμενοι τώρα. Είχαμε πλησιάσει σχεδόν τον αριθμό των 50 περίπου κρατουμένων Μάρτυρες του Ιεχωβά, αντιρρησίες συνείδησης. Έγινε μεταφορά πάλι στις φυλακές Ιωαννίνων: από στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου στρατιωτικές φυλακές Ιωαννίνων, όπου επίσης τα πράγματα ήταν ελεύθερα, αγροτικές φυλακες. Τελειώνει και ο δεύτερος γύρος της φυλάκισης και παίρνω ξανά φύλλο πορείας για να παρουσιαστώ στο στρατόπεδο της Καλαμάτας. Αυτή τη φορά, ο τρίτος γύρος άρχισε το 1975. Είχαν ήδη περάσει 6 χρόνια στη φυλακή, 6 και κάτι. Πέρασα στρατοδικείο πάλι τεσσεράμισι χρόνια και θεώρησα καλό να ασκήσω έφεση, να πάω στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Πήγα στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, ήτανε μια συγκυρία… Ήταν 12 Σεπτεμβρίου 1975 το δικαστήριο. Στο Ρουφ που ήταν-στεγάζονταν τα δικαστήρια-τα στρατοδικεία, στη μια αίθουσα — συμπτωματικά — αριστερά μου, εκδικαζόταν η Δίκη των βασανιστών της Χούντας.  Ξέχασα να πω κάτι πολύ σημαντικό — μπορώ να επανέλθω — κάτι που συνέβη το 1974 στις φυλακές Μπογιατίου, επίσης αρκετά σημαδιακό και σημαντικό μέρος της όλης αυτής περιπέτειας. Αν μπορώ να ανοίξω την παρένθεση και να πάω λίγο στο ’74.

Τον Νοέμβριο του 1973 γνωρίζουμε ότι έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήρθε ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές. Είδα ανθρώπους, οι οποίοι μπήκαν 80-90 κιλά και φύγανε 20 και 30. Κάποιοι πέθαναν απ’ τα βασανιστήρια — ήτανε το σκληρό καθεστώς της Χούντας, ο Ιωαννίδης και η παρέα του. Τα πράγματα κλιμακώθηκαν επικίνδυνα στις φυλακές, ώσπου φθάσαμε στα γεγονότα της Κύπρου, τον Ιούλιο του 1974. Ο διοικητής των φυλακών μας κάλεσε… Εγώ, ξέχασα να πω ότι λόγω των γνώσεών μου, με κάλεσε, με είχαν καλέσει στα γραφεία, εργαζόμουν στο γραφείο δικαστικού. Υπήρχαν όμως και άλλοι μάρτυρες στη βάση του διοικητηρίου ως τραπεζοκόμοι, ως γκαρσόνια, ως αχθοφόροι. Είχαμε μ’ άλλα λόγια πιάσει τη φυλακή ολόκληρη. Στα μαγειρεία Μάρτυρες του Ιεχωβά για λόγους εμπιστοσύνης και ασφάλειας του φαγητού. Μας κάλεσε, λοιπόν, ο διοικητής των φυλακών και μας είπε ότι: «Μαρτύρια, τα ψέματα τέλειωσαν. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού έχει διατάξει την διάλυση των φυλακών. Θα μπούμε σε ντακότες, σε δυο ντακότες στρατιωτικές και θα πάμε στην Κύπρο να συνδράμουμε τους αδελφούς μας τους Κύπριους». Αυτά συνέβησαν τον Ιούλιο του 1974. Μας έδωσε προθεσμία μερικών ημερών να σκεφτούμε. Μας είπε χαρακτηριστικά ότι: «Θα πρέπει να πάρω μια απάντησή σας το δυνατόν ταχύτερα». Όπως θυμόμαστε, τον Ιούλιο — 20 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο — ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο και το δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας έθεσε τη χώρα σε κατάσταση Γενικής Επιστράτευσης. Ήταν δύσκολο το Σαββατοκύριακο στις φυλακές. Απ’ τα μεγάφωνα της φυλακής ακούγονταν συνεχώς πολεμικά εμβατήρια, συμπεριφορά της διοίκησης των φυλακών — φρουρών και κρατουμένων — έγινε ξαφνικά πολύ εχθρική απέναντί μας. Αρκετοί μάλιστα κρατούμενοι, αλλά και οι δεσμοφύλακες μάς αποκαλούσαν προδότες πουλημένους δειλούς και άνανδρους. Το Σαββατοκύριακο κύλησε με πολλή αγωνία και ένταση. Μάλιστα κάποιους αντιρρησίες τους προπηλάκισαν και τους χτύπησαν στον χώρο της φυλακής. Και το πρωί της Δευτέρας 22 Ιουλίου, ο διοικητής του φυλακών, ένας συνταγματάρχης — ο οποίος καταδικάστηκε μετά για βασανιστήρια — μας κάλεσε στο γραφείο του, όπως είπα, που ήταν παρόντες και οι 13 αξιωματικοί της διοίκησης και ο διοικητής των φυλακών είπε, όπως τόνισα: «Μαρτύρια, το γενικό επιτελείο στρατού διέταξε τη διάλυση των φυλακών και τη μετατροπή τους σε μόνιμη και μάχιμη στρατιωτική μονάδα. Έτσι, μέχρι αύριο θα επιβιβαστούμε σε δύο μεταγωγικά, στρατιωτικά αεροπλάνα — ντακότες, όπως τις αποκαλούσαν — και θα πάμε στην Κύπρο για να προστατεύσουμε τα αδέλφια του από τους Τούρκους. Όσο για εσάς, Μάρτυρες, δεν θέλω αντιρρήσεις και ηρωισμούς. Μην μας αναγκάσετε να βάψουμε κόκκινα τα ντουβάρια της φυλακής. Θα ’ρθετε μαζί μας, θέλετε δεν θέλετε». Εγώ, επειδή εργαζόμουν στο γραφείο δικαστικού, γνώριζα πραγματικά τι σημαίνει ο νόμος γενικής επιστράτευσης, ότι σε περίπτωση άρνησης, διορίζεται ένα τοπικό στρατοδικείο «έκτακτο», όπως λέγεται και αποφασίζει ελέω θεού για τη ζωή σου ή τον θάνατο σου. Αν εμείς αρνούμασταν και βέβαια αυτή ήταν η στάση μας, θα μας εκτελούσαν. Γι’ αυτό μας είπε: «Μην μας αναγκάσετε να βάψουμε κόκκινα τα ντουβάρια της φυλακής». Μας πλησίασαν κάποιοι καλοί αξιωματικοί και εμένα προσωπικά που είχα φιλίες μαζί τους μου ‘παν: «Βασίλη, θα ‘ρθειτε υπό την επίβλεψή μας. Θα είστε τραυματιοφορείς. Αυτός είναι αδίστακτος, θα σας εκτελέσει. Δεν υπάρχει περίπτωση». Τηλέφωνα κινητά δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη. Η επικοινωνία με τους δικούς μας ήταν αδιανόητη. Έπρεπε να πάρουμε την απόφαση εμείς μέσα σε 36 ώρες. Μετά την αναχώρησή τους από το γραφείο του διοικητή, κάποιοι αξιωματικοί συνέχισαν να μας πιέζουν: «Αλλάξτε γνώμη». Βέβαια, εμείς είπαμε στο διοικητή ότι η άρνησή μας είναι ξεκάθαρη. Αλλά εγώ μίλησα για τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να πάρω θέση για τους υπόλοιπους. Ενημερώσαμε τους αντιρρησίες τους υπόλοιπους και εκείνη τη νύχτα η νύχτα, όπως λέμε του Αγίου Βαρθολομαίου, δεν περιγράφεται τι έλαβε χώρα στη φυλακή, στον θάλαμό μας. Δεν έμεινε, δεν κοιμήθηκε κανένας. Ήμαστε ξάγρυπνοι όλοι, δεν ξέραμε τα πράγματα πώς θα εξελιχθούν. Είχαμε αποφασίσει με προσευχή να παραμείνουμε σταθεροί στις θέσεις μας και να πούμε «όχι» και ό,τι ο Θεός μπορούσε να επιτρέψει. Δεν είχαμε καν διανοηθεί να παραβιάσουμε στο ελάχιστο τη χριστιανική μας ουδετερότητα. Τρίτη 23 Ιουλίου, ήμασταν όλοι έτοιμοι και αποφασισμένοι μέχρι θανάτου, περιμένω να ανοίξει η πόρτα της φυλακής, η πόρτα της φυλακής δεν άνοιξε. Άνοιγε συνήθως 06:00 η ώρα, εγώ έβγαινα συνήθως 7:00 η ώρα στα γραφεία για εργασία. Οι μάγειρες το ίδιο. Πήγε 8:00, τίποτα. Πήγε 09:00 η ώρα. Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και φωνάζουν: «Δεδότσης», πήγα. Ήταν δυο φρουροί άγνωστοι σ’ εμένα. Ανέβηκα στο διοικητήριο, άκρα του τάφου σιωπή. Ο διαβιβαστής — ένα εξαιρετικό παλικάρι, φίλος μου — του λέω: «Παναγιώτη, τι έγινε;». Μου λέει: «Δεν πήρατε είδηση;», λέω «Τι;». «Η Χούντα έπεσε απόψε το βράδυ», «Έπεσε η Χούντα;». «Ήρθε ο Καραμανλής -λέει- υπάρχει μεταπολίτευση και η διοίκηση των φυλακών έχει συλληφθεί είναι όλοι -λέει- κρατούμενοι στην ΕΣΑ». Έβαλα τα κλάματα, ήταν το ανέλπιστο, το απρόσμενο. Για εμάς δεν ήταν τυχαίο. Ο Θεός είχε απαντήσει στις προσευχές μας. Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι πραγματικά αυτές οι προσευχές εισακούστηκαν και ήτανε κωμικοτραγικό το γεγονός: εμάς μας έβγαλαν από τα κελιά μας, μας πήγαν στον θάλαμο αξιωματικών — η καινούργια διοίκηση, η οποία μας εκτιμούσε αφάνταστα λόγω του ήθους μας. Γνώριζαν έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι τι δουλειά κάναμε στο Μπογιάτι και μέσα στους χώρους των κελιών, τις εσωτερικές φυλακές, μπήκανε 27 αξιωματικοί της διοίκησης των φυλακών Μπογιατίου, συν τους γνωστούς της ΕΑΤ-ΕΣΑ: Θεοφιλογιαννάκος, Χατζηζήσης, Σπανός και τα λοιπά. Γρήγορα προωθήθηκαν αιτήσεις μεταγωγής και ξαναφύγαμε για Γιάννενα. Δεν ξαναείδαμε πλέον το Μπογιάτι, τις φυλακές Μπογιατίου. Πήγαμε στα Γιάννενα, από όπου και ήταν η τελευταία μας φυλακή. 
Στο διάστημα αυτό — επανέρχομαι τώρα στη δίκη τη δική μου — στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο που έλαβε χώρα στο Ρουφ και όπως τόνισα, απέναντι από εμένα ήτανε οι αξιωματικοί της ΕΣΑ, όπου αυτοί δικάζονταν για βασανιστήρια των ποινικών κρατουμένων, των στρατιωτικών κρατουμένων τέλος πάντων. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν έφτασε η σειρά μου να δικαστώ, η απέναντι η αίθουσα είχε αδειάσει. Δεν το είχα πάρει είδηση! Εγώ ήμουνα στη δεξιά αίθουσα, όπως μπαίνουμε στην αίθουσα στο δικαστήριο στο στρατοδικείο, στη δεξιά αίθουσα εκδικαζόταν η υπόθεσή μου. Υποστράτηγος στρατιωτικής δικαιοσύνης ο πολύ γνωστός για πολιτικούς κρατούμενους επίτροπος, ο κύριος Σκεμπέας, ο οποίος στην αγόρευσή του είπε χαρακτηριστικά, όταν πρότεινε, του ζητήθηκε να προτείνει την ποινή, έκανε μία αγόρευση περίπου ενός τετάρτου. Στην αγόρευση αυτή ξεχώρισαν με τον πλέον οδυνηρό τρόπο: απύθμενο μίσος, προκατάληψη, θρησκευτικός φανατισμός. Μίλησε σαν ένας ναζιστής σύγχρονος και αποκορυφώθηκε λέγοντας ότι: «Είχε το θράσος αυτό το σκουλήκι, μετά από 6 χρόνια φυλάκισης, να έρθει να μας πει ότι παραμένει με τις ίδιες πεποιθήσεις. Εγώ έχω ήδη προτείνει -λέει- στην ηγεσία της στρατιωτικής δικαιοσύνης να επιβληθεί η ποινή του θανάτου σε αυτά τα αποβράσματα της κοινωνίας, να ξεμπερδέψουμε μια και καλή» και πρότεινε την ποινή του θανάτου. Όσοι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονταν στην απέναντι αίθουσα, την αριστερή αίθουσα, χωρίς να το καταλάβω βρίσκονταν στο χώρο του δικαστηρίου και εδώ είναι το τραγελαφικό γεγονός… Ότι στην απέναντι αίθουσα, όπου δικάζονταν αποδεδειγμένα εγκληματίες, βασανιστές, που είχανε βασανίσει μέχρι θανάτου ανθρώπους, προτάθηκαν ποινές κάθειρξης-φυλάκισης. Εγώ που δεν είχα αγγίξει μυρμήγκι, που δεν είχα πειράξει κανέναν, προτάθηκε η ποινή του θανάτου. Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολούθησαν τη δίκη ήταν ο Αλέκος ο Παναγούλης, ήδη βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό τον δημοσιογράφο. Ήρθε ο Αλέκος ο Παναγούλης δίπλα μου, λέει: «Τι έγινε -μου λέει- τι άκουσα;», μου λέει. «Είναι τα γνωστά -του λέω- όπου συζητούσαμε κάποτε βέβαια η ποινή του θανάτου, δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. Με δίκασαν τεσσεράμισι χρόνια, αλλά κάθισα στο τέλος και μου πήρε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης ο Βασίλης ο Βασιλικός. Και στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου εμφανίζονται — τότε ο Βασιλικός έγραφε στο στην «Ελευθεροτυπία», στη δεύτερη στήλη, στη δεύτερη σελίδα της «Ελευθεροτυπίας» με τον τίτλο: «Ο Γλαύκος μέσα στον κόσμο», ήτανε μια στήλη του Βασιλικού που κατέγραφε τις προσωπικές του έτσι μαρτυρίες και τα λοιπά — και βγήκαν δυο δημοσιεύματα. Το ένα έχει τίτλο: «Ο Μάρτυρας» — τα κρατάω μέχρι σήμερα — και το άλλο: «Ο Ιεχωβάς», τα έχω στη διάθεσή σου, θα στα δώσω. Τα δημοσιεύματα αυτά είναι γροθιά στο στομάχι για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της χώρας και το στρατιωτικό. Είναι ένας ύμνος για τον αγώνα που είχαμε κάνει. Αυτά τα δημοσιεύματα έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Παναγούλης έκανε ερωτήσεις στη Βουλή, το θέμα μας ήρθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια. Έμαθε ο δικαστικός κόσμος της χώρας. Ζούσαμε ήδη στη μεταπολίτευση, άρχισαν να εμφανίζονται άρθρα σχετικά με τα όσα συνέβησαν και διαδραματίζονταν στο Μπογιάτι για τις εξοντωτικές ποινές, για το διαβολικό σύστημα το δικαστικό που υπήρχε… Γιατί το σύστημα που υπήρχε το νομοθετικό πριν ήτανε: μας δίκαζαν μέχρι να φτάσουμε 50 ετών δηλαδή μπαίναμε 20 ετών στη φυλακή, αν θα ζούσαμε, μέχρι 30 ετών. Οι ποινές εξοντωτικές συνοδεύονταν από την κτηνώδη μεταχείριση που υφιστάμεθα στις φυλακές, ο Παναγούλης έφερε το θέμα στη Βουλή, έκανε ερωτήσεις. Ήταν τότε το ειδύλλιό του με την γνωστή Οριάνα Φαλάτσι τη δημοσιογράφο την Ιταλίδα. Το ζήτημα βγήκε εκτός των συνόρων της χώρας και άρχισε πλέον να απασχολεί τους Διεθνείς Οργανισμούς σοβαρά. Μπήκαν στη μέση Διεθνής Αμνηστία, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρώπης και με αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες — εντονότατες διαμαρτυρίες — με επισκέψεις ευρωβουλευτών στην Ελλάδα και τα λοιπά τελικά η Ελληνική Κυβέρνηση, μπροστά στον κίνδυνο να καταδικαστεί από το συμβούλιο της Ευρώπης και να εκδιωχθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως παραβιάζουσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, στις 28/9 του 1977 ψηφίζει τον περίφημο νόμο 731/1977, 28 Σεπτεμβρίου του 1977. Ήταν η τελευταία μέρα που η Βουλή, η Ελληνική Βουλή λειτουργούσε. Το πέρασαν τελευταία λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου, όπως λένε. Νόμος 731 του ’77, βάσει του οποίου όσοι είχαν άνω των 4 ετών εκτίσει ποινή στη φυλακή αφήνονταν ελεύθεροι. Και το κυριότερο είναι ότι διαγραφόταν τελείως το αξιόποινο του εγκλήματος και καθαρίστηκε το ποινικό μητρώο με αυτόν τον τρόπο. Ακολούθησαν συνεντεύξεις, εγώ βγήκα από τη φυλακή μαζί με άλλους. Αφήσαμε τον χώρο της φυλακής, δημιουργήσαμε μια ομάδα — επιτροπή αγώνα, ας το πούμε έτσι — για να… Γιατί ο αδελφός μου Ανδρέας, ξέχασα να πω, ότι ήταν επίσης μαζί μου στις φυλακές. Έπρεπε να γίνουν προσπάθειες για να μπορέσει ο Ανδρέας και οι υπόλοιποι αντιρρησίες να βγουν από τις φυλακές. Και μετά από πολλές προσπάθειες, προσφυγές στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, δημοσιεύματα που έλαβαν χώρα, η κοινή γνώμη άρχισε να επηρεάζεται. Καθηγητές θεματολόγοι πήραν θέση, δημοσιογράφοι επίσης όπως ο Κώστας ο Τσαρουχάς, ο γνωστός δημοσιογράφος έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Αντιρρησίες συνείδησης». Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να προλειάνουν το έδαφος, να ετοιμάσουν το έδαφος για τη λεγόμενη «κοινωνική υπηρεσία», η οποία και οποία και έγινε νόμος του κράτους το 1998. Δηλαδή μέχρι το 1998… Μέχρι το 1977 υπήρχαν οι επαναλαμβανόμενες ποινές. Από το 1977 πέρασαν άλλα 20 χρόνια για να καθιερωθεί η κοινωνική υπηρεσία και τώρα οι αντιρρησίες πηγαίνουν για 15 μήνες σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες. Καμία σχέση με φυλακή και τα λοιπά. Ο Βασίλης ο Βασιλικός συνέχισε να αρθρογραφεί, μετά πήγε στα «Νέα». Είχε ένα άλλο άρθρο, «Μόνιμοι Κρατούμενοι». Εκεί πάλι σκιαγραφεί τα όσα διαδραματίστηκαν στο Μπογιάτι. Και ένα άλλο δημοσίευμα, «Τα τέκνα της Ειρήνης» και σε βιβλία επίσης. Εφημερίδες γράψαν πολλές, δεχθήκαμε επισκέψεις στις φυλακές από την αείμνηστη Αμαλία Φλέμινγκ, από τον Μιχάλη τον Παπαγιαννάκη, από τον Φαίδωνα τον Βεγλερή, τον γνωστό συνταγματολόγο καθηγητή. Όλες αυτές οι επισκέψεις πραγματικά συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί το νομικό πλαίσιο μέσα σε άλλου είδους συνθήκες, για να έχουμε φτάσει στο σημερινό ευεργετικό αποτέλεσμα. Αυτά. 

Ωραία, τώρα θα τα πιάσουμε όλα πάλι λίγο πάλι απ’ την αρχή.

Ναι.

Μου είπατε ότι η αστυνομική διεύθυνση κάποια στιγμή σας προσέγγισε και σας είπε… Σας προειδοποίησε; 

Ναι.

Πώς ήξερε ότι έχετε επαφή με τους Μάρτυρες;

Παρακολουθούνταν συστηματικά τότε όλες αυτές οι οργανώσεις, δηλαδή ήταν… Εγώ δηλαδή στο διάστημα της πεντάμηνης εξάμηνης επαφής με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έβλεπα συνεχώς δυο αστυνομικούς με πολιτικά να με παρακολουθούν. Ήξεραν πού πήγαινα, πού σύχναζα, τα πάντα. Και όταν με κάλεσαν, μου είπαν συγκεκριμένα: «Πηγαίνεις εκεί, πηγαίνεις εκεί», ήταν πλήρης η παρακολούθηση. Μάλιστα και πολλές φορές νύχτα-μέρα, γιατί εγώ όταν κατάλαβα ότι με παρακολουθούσαν, προσπάθησα να αλλάξω ώρες και ημέρες. Παρ’ όλα αυτά, πάλι στα στα χνάρια μου.

Η πρώτη σας επαφή με την Αγία Γραφή όταν ξεκινήσατε να τη διαβάζετε, ποιο ερώτημα σας απάντησε;

Πήρα απάντηση σε συγκεκριμένη για το πρόβλημα που με απασχολούσε έντονα, με το ζήτημα της ζωής και του θανάτου. Δηλαδή αυτό που μου είχε ότι ο Θεός παίρνει τους καλούς ανθρώπους, γιατί «Η μαμά σου αυτήν τη στιγμή δεν κινδυνεύει, είναι αγγελούδι δίπλα στον Θεό» και τα λοιπά. Η Αγία Γραφή αντί αυτής της μυστηριώδους και μη ανιχνεύσιμης ή μη ικανής να ερευνηθεί δοξασίας, αθανασίας της ψυχής, η Αγία Γραφή δίνει μια πολύ πιο συγκεκριμένη απάντηση. Αναφέρεται στην ανάσταση των νεκρών. Δηλαδή είναι μια απόλυτη πεποίθηση, βαθιά ριζωμένη. Είμαι απόλυτα βέβαιος και σίγουρος ότι η μητέρα μου θα έρθει και πάλι εδώ στη γη, δεν είναι κάπου στους ουρανούς. Άλλωστε η θυσία του Ιησού αυτό ακριβώς τονίζει — και Ορθόδοξοι λένε και μιλούν για «προσδοκώ ανάσταση νεκρών» στο λεγόμενο Χριστός Ανέστη, το τροπάριο — η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αφηγήσεις αναστάσεων εδώ στη γη. Ο Ιησούς έκανε επίσης αναστάσεις. Και όταν εν δυνάμει θα επιστρέψει ο Ιησούς, όχι πλέον ως αβοήθητο βρέφος ή ως σταυρωμένος κακούργος, αλλά εν δυνάμει βασιλιάς. Τα οφέλη της θυσίας του θα τα εφαρμόσει για όλους αυτούς που έχουν πεθάνει. Άλλωστε μάλιστα στα γνωστά του εκεί λόγια — Ιωάννης, πέμπτον ευαγγέλιο Ιωάννη πέμπτον 28-29 η Γραφή — ο Γάμβας χρησιμοποιεί την έκφραση: «Μη θαυμάζετε τούτο, πρόκειται να γίνει ανάσταση νεκρών, δικαίων και αδίκων». Αν ανοίξει κάποιος στο λεξικό, θα δει ότι το ρήμα «θαυμάζω» έχει την έννοια του «εκπλήσσομαι», και μάλιστα «εκπλήσσομαι για ένα πρωτόγνωρο γεγονός που ακούω». Ο Ιησούς το τόνισε, πρόκειται να έρθει ανάσταση νεκρών, θα γίνει ανάσταση νεκρών, δικαίων και αδίκων και στην Αποκάλυψη ο Απόστολος Ιωάννης επίσης το τονίζει αυτό το σημείο, ότι: «Δεν πρόκειται να υπάρχει δάκρυ, πένθος, θάνατος. Όλα αυτά παρήλθαν». Έτσι, τα οφέλη της θυσίας του Ιησού θα εφαρμοστούν.  Αυτή την πεποίθηση την εμπέδωσα. Δηλαδή έγινε μέρος της ζωής μου και είμαι απόλυτα βέβαιος και σίγουρος. Όπως πολλές φορές ρωτάω συνομιλητές μου είσαι απόλυτα σίγουρος ότι θα ανατείλει ο ήλιος και θα δύσει, άλλο τόσο σίγουρος και πεπεισμένος είμαι εγώ για το ζήτημα της ανάστασης. Και αυτή η ελπίδα μου ‘δινε χωρίς αμφιβολία δυνάμεις πολλές στη φυλακή, για να αντέξουμε την απομόνωση, τα βασανιστήρια και οτιδήποτε άλλο έλαβαν χώρα.

Όταν είχατε φυλακιστεί και βλέπατε μόνο το φεγγάρι, μου είπατε ότι στοχαζόσασταν τη σχέση με τον Θεό. Τι ήταν αυτό που σας έδινε αυτή τη δύναμη, τι ακριβώς σκεφτόσασταν;

Αυτό είναι κάτι που τονίζεται στη Γραφή επανειλημμένα για τη λεγόμενη προσωπική σχέση με τον Θεό. Είναι ένα συναίσθημα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με λόγια, αλλά Τον ένιωθα δίπλα μου, Τον ένιωθα ότι με ακούει. Δεν είχα στα χέρια μου κάποιο έντυπο, δεν είχα την Αγία Γραφή — απαγορευτικά είδη — δεν είχα κάποιο στυλό, να γράψω να μια επιστολή. Το μόνο που είχα διαθέσιμο το στόμα μου και το μυαλό μου κι έτσι σιγομουρμούριζα στις προσευχές μου. Για μένα ο Θεός ήταν πραγματικός. Ήταν και συνεχίζει να είναι πραγματικός. Ένιωθα την παρουσία του με πολλούς και διάφορους τρόπους ακόμη και όπως περιέγραψα στην εμπειρία που βιώσαμε, το φάσμα του θανάτου για δύο εικοσιτετράωρα. Εκεί νιώσαμε ακόμη πιο έντονα την προσωπική μας σχέση με τον Θεό. Και η Αγία Γραφή αυτό ακριβώς τονίζει, ότι μπορεί το πλάσμα να έρθει σε επαφή με τον πλάστη. Η Γραφή μάς λέει επίσης ότι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του Ιησούς προσευχόταν. Μάλιστα, «θρόμβοι -λέει- ιδρώτα σαν αίμα έσταζαν από την αγωνία που είχε καθώς περίμενε τον σταυρικό του θάνατο». Και αρχαίοι λάτρεις του Θεού επίσης. Το πρόβλημα της προσευχής το ‘χανε σε πολύ πολύ υψηλή θέση.

Αυτή, λοιπόν, η προσωπική σχέση έγινε πολύ-πολύ έντονη στα δύσκολα χρόνια. Γιατί στους καιρούς που ζούμε, με τους γρήγορους ρυθμούς που ζούμε, πολλές φορές δεν αδειάζουμε ούτε να προσευχηθούμε πριν το φαγητό. Εμείς δεν το συνηθίζουμε αυτό. Συνηθίζουμε να προσευχόμαστε πριν το φαγητό. Προσευχόμαστε πολλές φορές διάρκεια της ημέρας. Σε αποφάσεις που ενδέχεται να πάρουμε στη ζωή μας. Μερικές φορές νιώθουμε την κατεύθυνση ξεκάθαρα μπροστά μας, εκεί που είμαστε θολωμένοι, ποιο μονοπάτι να πάρω, ποιο δρόμο να πάρω. Είμαστε βέβαιοι ο Θεός ακούει προσωπικά τις προσευχές και αυτή η προσωπική σχέση ασφαλώς δεν είναι ένα φευγαλέο όνειρο, μια εφήμερη σχέση. Είναι ισόβια, είναι μια σχέση η οποία σφυρηλατείται με τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Μελετάω την Αγία Γραφή για πάνω από πέντε δεκαετίες, γιατί μέσα στην Αγία Γραφή πραγματικά αποκαλύπτεται ο Θεός σε εμάς, με τις υπέροχες ιδιότητές του.

Μου είπατε ότι το ίδιο βράδυ σκεφτόσασταν και τα λόγια του Ιησού. Θυμάστε ποια ήταν αυτά τα λόγια;

Ακριβώς σε ποιο σημείο είναι αυτό το…;

Όταν βλέπατε μόνο το φεγγάρι.

Συλλογιζόμουνα τη στάση και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Ιησού, που η μόνη του επικοινωνία ήταν με τον Θεό και αντλούσε δύναμη απ’ αυτόν. Δηλαδή, εγώ προσωπικά, στον χώρο του Πειθαρχείου δεν ήταν ότι καλύτερο. Δεν είχα πρόσβαση σε νερό, δεν είχα πρόσβαση σε βασικά χρειώδη πράγματα. Η τουαλέτα μου ήταν μέσα, η τουαλέτα μου δηλαδή δεν υπήρχε — ένα σκεύος μου είχαν δώσει. Μια μέρα φαγητό, μια μέρα όχι. Πρόσβαση για ξύρισμα δεν υπήρχε, για μπάνιο δεν υπήρχε. Ήταν μια πολύ δύσκολη, από τις πολύ-πολύ δύσκολες περιστάσεις της ζωής μου. Εκεί πραγματικά — επανέρχομαι στο σημειο — ένιωσα ότι ο θεός μου έδινε δύναμη να αντέξω και ήμουνα βέβαιος ότι θα ρθει η έκβαση, αλλά δεν ήξερα πως θα ‘ρθει η έκβαση. Οι μέρες περνούσαν, ρούχα δεν είχα να αλλάξω, με τα ίδια εσώρουχα. Τα νύχια μου είχαν μεγαλώσει, τα γένια μου. Το μαρτύριο των κουνουπιών ήτανε πολύ εξουθενωτικό, νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ και κάποιο βράδυ… Δηλαδή εγώ μιλούσα μουρμουριστά σχεδόν και δυνατά, μ’ άκουγε ο δεσμοφύλακας, πίστευε ότι έχω σαλέψει. Εγώ όμως επικοινωνούσα. Μετά από κάθε προσευχή, ένιωθα πιο γαλήνιος, πιο ήρεμος, έπαιρνα δυνάμεις.

Συνέβη κι ένα κωμικοτραγικό περιστατικό στη διάρκεια αυτής της απομόνωσης. Πολλές φορές ο άνθρωπος τι μπορεί να επιτελέσει… Μου ‘διναν μια μέρα φαγητό, μια μέρα όχι. Το παράθυρο δεν είχε τζάμια, είχε κάγκελα μόνο. Σπασμένα τα τζάμια τελείως και έσπαγαν τα τζάμια τα βγάζαν για να μην πάρει κάποιος τοξικομανής — είχαμε και μερικές τέτοιες περιπτώσεις κρατούμενους για άλλους λόγους — και κόψει τις φλέβες του. Έτσι, δεν υπήρχαν τζάμια. Υπήρχε μόνο το παράθυρο και τα κάγκελα. Κάποιο βράδυ λοιπόν ένιωσα κάποιο θόρυβο στο περβάζι του παραθύρου και ξαφνικά βλέπω ένα, όχι μικρό ποντίκι, τεράστιο αρουραίο, ο οποίος προσπαθούσε να πιάσει το ψωμί, το καρβέλι που υπήρχε. Το τραβούσε, είχε σφηνώσει στα κάγκελα, σηκώθηκα πάνω, έφυγε ο αρουραίος. Ήταν η ώρα 10:00 και κάτι. Ρολόι δεν είχα, αλλά είχα μάθει από το φεγγάρι — τη σκιά του, καθώς έπεφτε — να προσδιορίζω την ώρα. Και επίσης το συνέδεα με τη σάλπιγγα που ηχούσε στο στρατόπεδο. Τέλος πάντων, κατά τις 12 και κάτι, βλέπω δύο αρουραίους να πλησιάζουνε το ίδιο. Και σκεφτόμουνα τώρα ότι σε αυτά τα τρωκτικά, που ήταν σαν γάτες, αν εγώ αποκοιμηθώ, θα μπορούσε να προκύψει πρόβλημα. Δεν με νοιάζει για τη μύτη μου, ας πούμε, που μακάρι να την έτρωγαν. Νοιαζόμουν και για άλλα πράγματα! Και σοφίστηκα το εξής, μου κατέβηκε αυτή η φαεινή ιδέα — είμαι βέβαιος δεν ήταν δική μου ιδέα — και έκανα το εξής: πήρα λοιπόν το ψωμί-το καρβέλι μπροστά μου. Αντί για κρεβάτι είχα 4 τάβλες, τα οποία ήταν πάνω σε ένα τρίποδο και σεντόνι βέβαια δεν υπήρχε, κουβέρτα επάνω και τέσσερες τάβλες. Κάθισα λοιπόν σταυροπόδι πάνω στις τάβλες… Πήρα λοιπόν και άρχισα να σχηματίζω σβόλους μικρούς. Μάζεψα καμιά σαρανταριά-πενήντα σβόλους, βάζω μερικούς στο παράθυρο, στο περβάζι και στη συνέχεια, βάζω και μέσα στον χώρο του Πειθαρχείου. Το Πειθαρχείο ήταν περίπου το πλάτος ενάμισι μέτρο και το μήκος δυόμισι μέτρα. Κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν πάλι οι αρουραίοι. Τρώνε τα σβολάκια αυτά, τις μπάλες που είχα φτιάξει. Ο ένας ήταν πιο θαρραλέος, πηδάει μέσα, παίρνει και τρώει και τα λοιπά και συνέβη το εξής καταπληκτικό κατά τις 1:00-2:00 η ώρα το βράδυ. Ήταν 4 αρουραίοι μέσα στο Πειθαρχείο, σηκώνονταν στα δυο τους ποδαράκια και τους έδινα την μπάλα που είχα μπροστά μου, το μπαλάκι το ψωμί, τους το ‘δινα στο στόμα. Λοιπόν, κατά τις… Μετά από κάνα μισάωρο, φύγαμε χορτάτοι και κοιμήθηκα. Το επόμενο βράδυ, 12:00 η ώρα οι αρουραίοι στο ραντεβού τους. Εγώ με το ψωμί… Μάλιστα ο δεσμοφύλακας απορούσε. Μου λέει: «Τι γίνεται, ρε μάρτυρα -μου λέει- όλο το ψωμί το φαγες;». Πού να φανταστεί… Και μάλιστα, επειδή τριβόταν με το νερό που είχα — το λίγο νερό — και με το σάλιο μου, έκανα πιο έτσι συμπαγείς τους σβόλους. Ένα μήνα αυτά τα τρωκτικά ήταν για μένα ήταν η συντροφιά μου από κάθε άποψη. Αυτό ήτανε η παρένθεση στο ερώτημα. 

Στο Πειθαρχείο δεν είχα δυνατότητες πολλές. Να περπατήσω ήταν η απόσταση δυόμισι μέτρα το μήκος επί ενάμισι, δεν είχα τη δυνατότητα — έκανα μερικά βήματα. Δεν είχα χαρτί να γράψω ή οτιδήποτε άλλο. Ήμουν όμως τυχερός, γιατί κατάφερε και έπεσε στα χέρια μου μια μικρή Γραφή, στρατιωτική. Ήταν μόνο η Καινή Διαθήκη, όπως λέμε, οι ελληνικές χριστιανικές γραφές. Αυτή τη Γραφή την έχω μέχρι σήμερα, αυτή μου κράτησε συντροφιά. Και για να είμαι ειλικρινής, τη ζήτησα από τον δεσμοφύλακα και μου την έδωσε. Σχεδόν την έμαθα απ’ έξω. Ξέρω πάρα πολλά εδάφια και στοχαζόμουνα. Διάβαζα περικοπές στην Αγία Γραφή, Γραφικές περικοπές, που με ενέπνεαν και κυλούσε. Μερικές φορές μιλούσα μέσα από το Πειθαρχείο στον δεσμοφύλακα, σε άλλους κρατούμενους. Για παράδειγμα, φέρανε μια φορά έναν τοξικομανή, ο οποίος είχε συγγενείς Μάρτυρες του Ιεχωβά και όταν έμαθε τι τραβάω, δεν ξέρω πώς, έκοψε τις φλέβες του. Και αξίωνε να φέρουν φαγητό στο Μάρτυρα: «Αφήστε με εμένα -λέει, ένας ελεεινός και τρισάθλιος — δώσετε φαγητό σε αυτό τον Άγιο άνθρωπο». Ναι, ήτανε αρκετά έτσι ευχάριστα στιγμιότυπα που μπορούσα να γεμίζω το χρόνο μου.  Στις φυλακές τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήμαστε μια μεγάλη ομάδα, είχαμε την ευκαιρία να επικοινωνούμε, να κάνουμε βόλτα στο προαύλιο, είχαμε τις συναθροίσεις μας. Όταν κλείδωνε ο θάλαμος, 6:00 η ώρα το απόγευμα, εμείς είχαμε κανονικά τις συναθροίσεις μας και μπορούσαμε πραγματικά να περνάει ευχάριστα. Είχαμε συντροφιές, ανταλλάσσαμε ιστορίες, εμπειρίες. Μας συνέδεσαν, μας συνέδεσαν πολύ-πολύ πολλά κοινά σημεία στο χώρο της φυλακής. Με τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά και — λέμε «παιδιά», γιατί εμείς παραμένουμε παιδιά, συνεχίζουμε μέχρι και σήμερα να έχουμε επαφές, είμαστε πολύ στενά συνδεδεμένοι — στη διάρκεια της φυλακής είχα την ευκαιρία να γνωριστώ με 115 περίπου άτομα, 115-120. Βέβαια, αρκετοί από αυτούς — καμιά τριανταριά — δεν ζουν πλέον, έχουν πεθάνει. Γιατί σε πολλούς οι κακουχίες της φυλακής προξένησαν πολλά προβλήματα. Όπως κάποιοι πέθαναν από καρκίνο, κάποιοι πέθαναν από εγκεφαλικά, κάποιοι πέθαναν από καρδιά. Έναν άλλον τον είχαν χτυπήσει πολύ στα πόδια, στα πέλματα, του δημιούργησαν πολύ μεγάλο πρόβλημα. Ναι, υπήρχαν αυτά κατά καιρούς. Με όλους τους υπόλοιπους, που τώρα είναι άνω των 70 ετών, επικοινωνούμε και μάλιστα στη διάρκεια της πανδημίας επωφεληθήκαμε και αξιοποιήσαμε πολύ το zoom. Κάνουμε συχνές συναντήσεις — κάθε δυο μήνες συναντιόμαστε από διάφορα σημεία της χώρας και από το εξωτερικό, που βρίσκονται — και ανταλλάσσουμε τις εμπειρίες μας θυμόμαστε τι και πως και τα λοιπά ναι.

Τι συζητούσατε μέσα στις φυλακές;

Συζητούσαμε περικοπές της Αγίας Γραφής, ιστορίες του παρελθόντος. Γιατί η Γραφή έχει πολλές ιστορίες, αναφέρεται στα ιστορικά βιβλία. Εμένα με ενέπνεαν πάντοτε οι αφηγήσεις για το δράμα του Ιώβ. Γιατί πέρασε πολλά αυτός ο άνθρωπος, μας ενέπνεε η περίπτωσή του. Τα περιστατικά τα οποία έζησε, μας ενέπνεαν πολύ οι αφηγήσεις για τον Δανιήλ και τα τρία παλικάρια που τους πέταξαν στο λάκκο των λιονταριών και στο καμίνι το καιόμενο. Γιατί και τότε

ας πούμε πάλι το θέμα του εθνικισμού είχε έρθει στην επιφάνεια. Είχαμε κοινά σημεία, γιατί και αυτοί υποχρεώθηκαν να προσκυνήσουν μια τεράστια εικόνα που είχε στήσει τότε ο Βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Τα τέσσερα αυτά λεβεντόπαιδα αρνήθηκαν και τους έριξαν ζωντανούς στο καμίνι της φωτιάς. Αλλά θέλω να πω ότι αυτές οι ιστορίες μάς έδιναν την ευκαιρία να μπορούμε πραγματικά να αντλούμε θάρρος από παραδείγματα του παρελθόντος. Ή επίσης πολλές φορές οι διοχετεύουν την ενεργητικότητά μας σε πιο αδύνατους από μας άτομα. Δηλαδή, άτομα τα οποία δεν είχαν την απαιτούμενη μόρφωση, δεν είχαν τα απαιτούμενα τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους. Ήμαστε συνέχεια στο πλευρό τους. Περιστατικά που συνέβαιναν, ας πούμε, γιατί είχαμε το φαινόμενο της ασθένειας, ήτανε πολύ πολύ κοινό στον χώρο της φυλακής. Ήμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Αρκετές φορές η διοίκηση μάς έβγαζε στους εξωτερικούς χώρους της φυλακής στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου, που ήταν οι φυλακές Μπογιατίου και μαζεύαμε χόρτα για τους Αξιωματικούς της φυλακής. Μας έδιναν συνοδεία έναν φρουρό και ήμαστε τρεις ή τέσσερις, τέσσερις ή πέντε άτομα και έτσι περνούσε πιο ευχάριστα. Αυτοί που ήταν στα μαγειρεία ήταν απασχολημένοι. Εγώ εργαζόμουνα στα γραφεία, έβγαινα το πρωί στις 7:00, γύριζα το μεσημέρι στις 02:00 η ώρα. Στις φυλακές αξιοποίησα τις νομικές μου γνώσεις, γιατί φάνηκαν πολύτιμες αργότερα.

Επειδή μετά την αποφυλάκιση δημιούργησα μια ομάδα, που θα ‘πρεπε αυτή η ομάδα να προσεγγίσει τους νομικούς της χώρας, δημοσιογράφους, να εκθέσουν τα προβλήματά μας, να εργαστούμε για ένα καλύτερο νομοθετικό καθεστώς. Είχα την ευκαιρία να πάω στο Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Πήγαμε 10 υποθέσεις, τις κερδίσαμε και τις 10. Συνεργαστήκαμε με επιφανή ονόματα της χώρας αυτής: με τον κύριο Νίκο Αλιβιζάτο.Έχει γράψει ένα βιβλίο προσωπικά, ο κύριος Αλιβιζάτος πρόσφατα και αναφέρεται σ’ εμένα — έχει μερικές σελίδες — αναφέρεται σ’ εμένα ονομαστικά με τον αείμνηστο Φαίδωνα Βεγλερή συνεργαστήκαμε, αλλά και με άλλα πρόσωπα του νομικού κύκλου. Και επίσης πλησιάσαμε και πολλούς πολιτικούς πολλών παρατάξεων, για να εκθέσουμε τα προβλήματά μας και να καταφέρουμε ας πούμε να περάσουν ψηφίσματα. Γιατί όλες αυτές οι ευεργετικές καταστάσεις έπρεπε να υποστηριχθούν από ψηφίσματα της Βουλής να νομοθετήσει η Βουλή. Αν εξαιρέσουμε την τις ακραίες ας πούμε θέσεις των ακροδεξιών, τα περισσότερα κόμματα στήριξαν τα συνθήματά μας. Νέα Δημοκρατία, Πασόκ, ΚΚ και με μικρότερα κόμματα αργότερα. Αλλά και η Αμνηστία επίσης πρωταγωνίστησε. Έχω μπροστά μου το μηνιαίο δελτίο της Αμνηστίας, με ημερομηνία Φεβρουάριος 1976. Τότε η Αμνηστία συνήθιζε να κάνει το εξής έκανε ειδικές καμπάνιες για τους κρατούμενους συνείδησης και με κλήρο επέλεγε έναν αντιρρησία της χρονιάς, έναν κρατούμενο της χρονιάς. Για το έτος 1975 επιλέχθηκα εγώ. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, μέσα σε διάστημα 30 ημερών-40 ημερών, να παραλάβω — να παραλάβω σε εισαγωγικά, γιατί δεν τις παράλαβα ποτέ — πάνω από 200.000 επιστολές από όλο τον κόσμο. Αυτό θορύβησε τη στρατιωτική δικαιοσύνη, κάποια γράμματα από αυτά έφτασαν στα χέρια μου. Έχω κρατήσει μερικά σαν ενθύμιο. Η Αμνηστία τι έκανε; Πήγαινε σε σχολεία — δημοτικά, νήπια, νηπιαγωγεία, γυμνάσια, πανεπιστήμια — και εξηγούσε. Έγραφε στο μηνιαίο αυτό δελτίο την προσωπική μου εμπειρία, το τι έχω τραβήξει και ξεσήκωνε με άλλα λόγια τη διεθνή κοινή γνώμη.  Έτσι λοιπόν αυτό είναι ένα έγγραφο επίσημο, Φεβρουάριος του 1986 και πίσω ακριβώς γράφει «Greek Prisoner Thanks from Vasilis Dedotsis». Στέλνω ένα μήνυμα και τους λέω πραγματικά ποσο ευχαριστώ για την καμπάνια αυτή, γιατί αυτή η καμπάνια είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεαστούν θετικά διάφορες οργανώσεις του εξωτερικού και είχαμε περισσότερη συμπαράσταση. Κάποιες οργανώσεις έκαναν καθιστικές διαμαρτυρίες έξω από πρεσβείες ελληνικές, έγινε μεγάλο γεγονός. Ιδιαίτερα μεγάλη υποστήριξη πήραμε από τις χώρες της Αγγλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου, της Σουηδίας. Προσωπικά ο Ούλωφ Πάλμε, ο πρωθυπουργός της Σουηδίας, που είχε τον είχαν σκοτώσει, έχω προσωπική του επιστολή. Ο Βαν Ντερ Στουλ, ο οποίος διετέλεσε αργότερα και πρωθυπουργός της Ολλανδίας ήταν υπουργός εξωτερικών ειδικός στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα ήρθε προσωπικά στην Ελλάδα. Τέτοιες διεθνείς προσωπικότητες ασχολήθηκαν μαζί μας και όταν εγώ προφυλακίστηκα το Νοέμβριο του ’77, δηλαδή 11 Νοεμβρίου — συγγνώμη 07/11/2022 — είναι 45 χρόνια ή 55. 1977 μέχρι 2022, 55 χρόνια. Όταν αποφυλακίστηκα 7 Νοεμβρίου του ’77, θεώρησα καλό να πάω στο εξωτερικό και να ευχαριστήσω προσωπικά, πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους που. Και μάλιστα είχα επισκεφθεί ένα πολύ μαχητικό group Αμνηστίας — γιατί αυτά τα group της Αμνηστίας ήτανε διασκορπισμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη, και σε όλο τον κόσμο, και στην Αμερική — αλλά η Ευρώπη έκανε πολύ καλή δουλειά. Και επισκέφθηκα την πόλη του [Δ.Α.], που ήταν εκεί το γκρουπ της Αμνηστίας που με είχε «υιοθετήσει» σε εισαγωγικά. Γιατί υιοθετούσε έναν αντιρρησία συνείδησης το γκρουπ και πάνω σε αυτόν εργαζόταν. Επισκέφτηκα, λοιπόν, τον δήμαρχο της πόλης, τον κύριο Κούλμαν, ο οποίος μετά διετέλεσε δεξί χέρι του καγκελάριου του Σμίθ της Γερμανίας. Μου επιφύλαξαν θερμότατη υποδοχή, έχω και εδώ τα σχετικά δημοσιεύματα και στα ελληνικά τα ’χω μεταφράσει που δείχνει, ας πούμε… Αυτή είναι φωτογραφία του 1977, είχα μαλλιά τότε, πιο πολλά και… Ναι, γέμιζε έτσι ο χρόνος μας στη φυλακή με πολύ παραγωγικό τρόπο, ώστε όταν φτάσαμε στο σημείο να αποφυλακιστούμε, να μπορώ να έχω τη δυνατότητα να κάνω κάποια δουλειά. Γιατί δεν μπόρεσα να σπουδάσω. Θα μπορούσα να έχω σπουδάσει, να έχω αποφοιτήσει από τη Νομική, από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Μου άρεσαν πολύ τα νομικά. Ναι, έτσι χρησιμοποίησα την εμπειρία αυτή μόνο και μόνο για να βοηθήσω όσο το δυνατόν μπορούσα σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια να βγει ένας καινούριος ευεργετικός νόμος.  Οι αποφάσεις του Στρασβούργου έφεραν πολύ καλά αποτελέσματα. Ούτε μία, ούτε δύο, δέκα αποφάσεις. Μάλιστα η τελευταία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου είχε σαν σκοπό να καθαρίσει το ποινικό μητρώο τρεισήμισι χιλιάδων αντιρρησιών. Έτσι καθώς κοιτάω πίσω, αν με ρωτούσες αυτή τη στιγμή αν θα ξανάρχιζα, αν τα χρόνια πήγαινα πίσω, με την πείρα που απέκτησα και τα λοιπά ή με τα συμπεράσματα ή τα βιώματα που είχα αν θα ξανάρχιζα πάλι, θα σου ᾽λεγα: «Ναι, και με περισσότερο σθένος και περισσότερο ζήλο, θα ‘κανα το ίδιο».

Θυμάστε τη μέρα της σύλληψής σας;

Την πρώτη μου… Η σύλληψη έγινε στο όταν παρουσιάστηκα στον στρατό, στο στρατόπεδο της Καλαμάτας, 21 Ιουλίου 1969, που με προφυλάκισαν στο Πειθαρχείο του Συντάγματος.

Όταν παρουσιαστήκατε στον διοικητή, τι σκεφτόσασταν; Με ποιο σκοπό πήγατε;

Όπως τόνισα προηγουμένως, χρειαζόταν μεγάλο θάρρος. Ήταν περίοδος της Χούντας, κράτος εν κράτει, ο στρατός ήτανε… Δεν υπήρχανε εν ενεργεία πολλές οργανώσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως υπάρχουν σήμερα. Ήμουνα μόνος μου απέναντι σε ένα σιδηρόφρακτο καθεστώς, απολυταρχικό. Αυτό που έπρεπε να τονίσω και να διαλαλήσω ήτανε ότι εγώ δεν μπορώ να υπηρετήσω στον στρατό, είμαι ένας χριστιανός Μάρτυρας και Ιεχωβά για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Βέβαια, τα χρόνια πέρασαν και πολλοί ασχολήθηκαν με αυτό το φαινόμενο της συνείδησης και εκτιμώ το γεγονός ότι έμπειροι και άριστοι νομικοί, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, έχει δημοσιευθεί μια διατριβή στο έγκριτο νομικό περιοδικό «Σύνταγμα» σχετικά με την αντίρρηση συνείδησης. Και, μάλιστα, χαίρομαι που αναγνωρίζουν κάτι αυτοί οι άνθρωποι, καθώς τα χρόνια πέρασαν, που πιστοποιεί το γεγονός ότι σωστά πήρα την απόφαση που πήρα. Αυτή την απόφαση, την οποία θα έπαιρνε και πάλι, αν χρειαζότανε. Ο Συνήγορος του Πολίτη τονίζει σχετικά με αυτό το φαινόμενο, της αντίρρησης συνείδησης — είναι μια διατριβή 32 σελίδων, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σύνταγμα» τον Μάρτιο του 2000 — και αναφέρει τα εξής. Χωρίς εγώ να έχω τη νομική πλευρά του ζητήματος στο μυαλό μου ξεκάθαρη, όμως καθώς διαβάζω αυτό το υπέροχο κείμενο. Ναι, ομολογουμένως οι ίδιες αρχές με υποκίνησαν. Για παράδειγμα, λέει ότι «η αντίρρησις συνείδησης αποτελεί πολυδιάστατο φαινόμενο με πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και θεολογικές προεκτάσεις. Συνδεόμενη άρρηκτα με την ανθρώπινη συνείδηση, η αντίρρηση συνείδησης υπαγορεύεται από ένα σύστημα εσωτερικών αξιών που έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που επιτάσσει συγκεκριμένος νόμος ή κανόνας δικαίου». Τότε το πλαίσιο, το οποίο είχε εγκαινιαστεί και ίσχυε για χρόνια ήταν ότι κάθε — όπως έλεγε το Σύνταγμα της χώρας — «πας έλλην δυνάμενος να φέρει όπλα, υποχρεούται να παρουσιαστεί στο στρατό». Το Σύνταγμα της χώρας έχει αλλάξει, μετά τις παρεμβάσεις του εξωτερικού έχει μπει μια άλλη ερμηνευτική δήλωση τώρα στο άρθρο του συγκεκριμένου του Συντάγματος. Και το «πας δυνάμενος» δεν είναι μόνο σωματική δύναμη είναι και ψυχική. Και μου κάνει εντύπωση αυτό που λέει χαρακτηριστικά η ομάδα των νομικών: «Το φαινόμενο αυτό της αντίρρησης συνείδησης εκδηλώθηκε για πρώτη φορά σε συλλογικό επίπεδο, με την άρνηση των πρωτοχριστιανών να στρατευτούν. Αρνούμενοι την υποχρεωτική στράτευση, οι πρώτοι χριστιανοί θεωρήθηκαν επικίνδυνοι αναρχικοί, οι οποίοι υπέσκαπταν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Και συνεχίζει να πει ότι η αντίρρηση συνείδησης για θρησκευτικούς λόγους συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την άρνηση στράτευσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά.  Όταν διάβασα αυτές τις εκφράσεις πραγματικά έκλαψα γιατί χρειάστηκαν πολλά χρόνια — από το 1969-2000 — πέρασαν τόσα χρόνια για να δικαιωθεί ο δικός μου τρόπος αντιμετώπισης. Εγώ πήγα με αυτές τις λέξεις: «Δεν μπορώ να στρατευτώ, είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά, είμαι χριστιανός». Έκανα πράξη τα εδάφια που αναφέρονται στον Ησαΐα 2.2 ως 4, που λέει ότι θα σφυρηλατήσουν τα μαχαίρια τους για υνιά και τις λόγχες για δρέπανα. Αυτό το εδάφιο υπάρχει στο κτίριο Ηνωμένων Εθνών με ένα άγαλμα απ’ έξω — έχω βγάλει φωτογραφία — το οποίο δείχνει έναν που σφυρηλατεί σε γεωργικό εργαλείο το σπαθί και τα λοιπά. Αλλά έμεινε επιγραφή σε ένα άψυχο μάρμαρο. Εγώ έκανα πράξη αυτό το εδάφιο αυτή την τακτική.

Πόσο καιρό ήσασταν στο πειθαρχικό;

Στο πειθαρχείο.

Στο πειθαρχείο.

Έκανα 3 φορές στο Πειθαρχείο. Την πρώτη φορά έκανα 58 μέρες, τη δεύτερη 62 και τρίτη 60 και στη φυλακή συνολικά έκανα οχτώμισι χρόνια, όχι συνεχόμενα. Δηλαδή τα οκτώμισι χρόνια είχα τη δυνατότητα να βγω 2 φορές από τη φυλακή και να μείνω έξω για 4 μέρες όλο κι όλο. Δηλαδή οκτώμισι χρόνια, με μια άδεια έτσι σε εισαγωγικά, 8 ημερών, 4 και 4 μέρες.

Φαντάζομαι ότι κάποιος που μπαίνει στη φυλακή κάποια στιγμή ίσως χάσει και την έννοια του χρόνου. Δεν ξέρω αν εσείς το βιώσατε αυτό.

Σωστά το τοποθέτησες. Ένας παλαίμαχος Μάρτυρας του Ιεχωβά, σοφή η κουβέντα του, μου είχε πει το εξής: «Βασιλάκη…», όταν πέρασα έτσι να να τον δω. Έμπειρος, ογδοντάρης περίπου, είχε βιώσει αυτός συνθήκες παρόμοιες στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μου λέει: «Μην πολλαπλασιάσεις τα έτη που θα δικαστείς επί μήνες, επί μέρες, επί ώρες. Ούτε να μπεις στη διαδικασία που μπαίνουν πολλοί κρατούμενοι, να πάρεις τσατσάρες και κάθε μέρα που περνάει να σπας ένα δόντι. Θα γεμίζεις τη μέρα σου». Ήταν μια πάνσοφη συμβουλή. «Θα γεμίζεις τη μέρα σου», και μάλιστα μου είπε και ένα Γραφικό εδάφιο, ένα εδάφιο στην Αγία Γραφή. Ότι ο μαθητής [Δ.Α.] λέει ότι: «Είναι αρκετό το κακό της ημέρας, μην σκέφτεσαι την επόμενη μέρα». Και αυτό με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, γιατί για παράδειγμα, ποιος μπορούσε να φανταστεί, όταν ξέσπασε η πυρκαγιά πριν από λίγες μέρες, η φωτιά ήταν μόλις ενάμισι χιλιόμετρο από δω. Εκείνο το βράδυ τα είδαμε όλα. Χάθηκαν σπίτια, χάθηκαν περιουσίες, χάθηκε το Πανόραμα της Παλλήνης, ένα υπέροχο μέρος. Ή να πάμε στο Μάτι, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η πολιτεία σε στυλ Χαβάης θα μπορούσε να υποστεί αυτό το που συνέβη, να γίνει κάρβουνο! Και είναι πολύ σοφή λοιπόν η συμβουλή, δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί. Βάλαμε εμείς, παραδείγματος χάριν, το φυσικό αέριο. Μας τρέλαναν, μας πίεσαν να φανταστείτε και τα λοιπά: «Βάλτε φυσικό αέριο», με επιδότηση του κράτους και τα λοιπά. Το βάλαμε και τώρα καθόμαστε, ας πούμε, και λέμε: «Με τι θα θερμανθούμε τον χειμώνα;». Είναι σοφή λοιπόν η συμβουλή, να γεμίζουμε την ημέρα μας και αυτό κάνουμε με την Κούλα, ότι προσπαθούμε… Ασφαλώς προγραμματίζουμε, σκεφτόμαστε τις διακοπές μας, ό,τι άλλο, αλλά δεν εστιάζουμε εκεί. Δεν κάνουμε μακροχρόνια προγράμματα, γιατί όλα αυτά έχουν αποδειχθεί φούσκες.

Μου είπατε ότι υπήρχαν φαινόμενα εκδικητικότητας, βεντέτες, ρουφιανιά μέσα στην φυλακή.

Σωστά.

Έχετε κάποιο παράδειγμα, όχι απαραίτητα από εσάς, αλλά να έχετε δει να συμβαίνει;

Υπήρξαν περίοδοι που όταν επιστρέφαμε από το Πειθαρχείο στη φυλακή, δεν ήταν πολυπληθής η ομάδα των αντιρρησιών. Δηλαδή είχε προηγηθεί η μεταγωγή στις φυλακές Ιωαννίνων. Εγώ το βίωσα αυτό. Γύρισα τη δεύτερη φορά στο Μπογιάτι, είχε φύγει η ομάδα. Είχαν πάει φυλακή Ιωαννίνων και ήμουν ανάμεσα σε ανθρωπόμορφα τέρατα, σε ένα θάλαμο με 80 και πλέον κρατούμενους και σε μια φυλακή με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά των ποινικών, σκληρών ποινικών κρατουμένων. Για 8 ημέρες εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Υπήρχε κίνδυνος βιασμού. Είχαμε και αυτά τα περιστατικά. Δεν μπορούσα, παραδείγματος χάριν, να βγάλω τα παπούτσια μου γιατί τα έριχναν στη σόμπα που έκαιγε με το καπάκι ανοιχτό, ξυλόσομπα. Δεν κοιμόμουνα. Δούλευα την ημέρα στα γραφεία και το απόγευμα παρακάλεσα τη διοίκηση να με βάζει κατά το βράδυ στις φυλακές, μετά τις 6:00 το απόγευμα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων που προσπάθησαν να με εκδικηθούν. Δηλαδή, είχα ξαπλώσει με τα ρούχα μου για παράδειγμα στο κρεβάτι και ξαφνικά επειδή ήμουνα σε κατάσταση εγρήγορσης πετάχτηκα, γιατί πήγαν να με κάψουν ζωντανό μέσα στο θάλαμο. Είχαν βάλει φωτιά στις κουβέρτες. Ζήτησα από τη διοίκηση να με μεταφέρει σε κάποιο Πειθαρχείο, να είμαι μόνος μου απολύτως. Δεν έκανε δεκτό το αίτημα και εκεί επίσης προσευχήθηκα έντονα, 8 μέρες είχα να κλείσω μάτι. Δηλαδή, δεν ξέρω πώς κρατήθηκα. Πολλές φορές, παρακαλούσα τη διοίκηση το μεσημέρι από τις 12:00 μέχρι τις 6:00 που θα άνοιγε η φυλακή ξανά, καθόμουνα στο γραφείο και κοιμόμουνα με το κεφάλι κάτω στο τραπέζι επάνω για για να με κρατησουν οι δυναμεις. Μετά τους 8 μέρες η πόρτα της φυλακής, άνοιξε και μπήκε ένας αντιρρησίας, ο οποίος του οποίου η παρουσία με συγκινεί κάθε φορά που το σκέφτομαι. Με είδε στην κατάσταση που ήμουνα, μου λέει: «Πόσο καιρό είσαι εδώ, Βασίλη;», «8 μέρες». Μου λέει: «Έχεις κοιμηθεί;». Του λέω: «Πού να κοιμηθώ στον τρίτο θάλαμο;». Το παλικάρι αυτό μου λέει: «Θα πας να κοιμηθείς, απόψε θα καθίσω εγώ ξάγρυπνος». Κάθισε στο προσκεφάλι μου όλη τη νύχτα και την πρώτη και τη δεύτερη τρίτη μέρα και εκ περιτροπής πότε παραφύλαγα εγώ, πότε παραφύλαγε αυτός. Και σε αυτή την περίπτωση είμαστε δυο τώρα προηγουμένως, όπως είπα δικοί μας Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν στα μαγειρεία και μαγείρευαν, λόγω του ότι έφυγαν για Γιάννενα πήγαν ποινικοί κρατούμενοι. Αυτοί σερβίριζαν το φαγητό. Σε μια περίπτωση μέσα στο φαγητό — γιατί εγώ με το κουτάλι συνήθιζα να ανακατεύω — ακούστηκε ένα σαν να ‘τριζε κάτι. Τέλος πάντων και καθώς κάνω να… Διαπιστώνω ότι είχαν τρίψει γυαλί μέσα στο φαγητό! Σε άλλη περίπτωση, στον ομόθρησκό μου, στον ομόπιστο, τον Γιώργο είχανε ρίξει αντί για αλάτι είχαν ρίξει μέσα σκόνη πλυσίματος OMO, ROL, που είχαν τότε. Και καθώς είχαμε, ξερω ‘γω, γιουβαρλάκια παραδείγματος χάριν, καθώς έπεφτε μέσα το ο ζωμός, δημιουργούσε αφρό. Του λέω: «Γιώργο, δεν μου αρέσει -του λέω- κάτι δεν πάει καλά». Ήταν η δεύτερη φορά που προσπάθησαν να κάνουν κάτι. Ήταν κάποια στοιχεία μέσα, που ήταν πολύ δύσκολο. Μερικές φορές ήταν πολύ δύσκολο να τους ελέγξεις. Αυτοί κυκλοφορούσαν πολλές φορές, είχαν μετατρέψει τα κουτάλια τους — τα χτυπούσαν με πέτρες στην άκρη — τα είχαν μετατρέψει σε μαχαίρια και είχαν χαρακώσει μερικούς. Δηλαδή, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι ξέρω ‘γω και τα λοιπά, έκανε μια κίνηση και το άλλον τον είχε χαρακώσει στο χέρι. Υπήρχαν τέτοια στοιχεία. Ένας άλλος έριξε ναρκωτικά στο φαγητό ενός ομόπιστου, ουσία ναρκωτική. Γιατί κυκλοφορούσαν ναρκωτικά. Τα συστήματα αυτά συνέχιζαν και συνεχίζουν να υπάρχουν, προμηθεύονταν ναρκωτικά. Η έκβαση ασφαλώς ήρθε όταν μας μετέφεραν σε δικό μας χώρο, σε θάλαμο δικό μας. Φύγαμε από την επιρροή των ποινικών κρατουμένων και στις φυλακές Ιωαννίνων τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Αλλά είχαμε επίσης και εκδικητική συμπεριφορά από αξιωματικούς της διοίκησης. Είχαμε άτομα, τα οποία ήτανε… Όταν δηλαδή είχαμε επισκεπτήριο ξέρω ‘γω την Κυριακή, μια φορά την εβδομάδα, έρχονταν οι δικοί μας να μας δουν, άνοιγε το επισκεπτήριο 10:00 το πρωί μέχρι 12:00. Στο επισκεπτήριο συνήθως άφηναν μέσα και έμπαιναν 11:00 η ώρα ή 11:30 η ωρα, ποιος να τους ελέγξει; Ή δεν έδιναν τα πράγματα που μας έφερναν οι δικοί μας ή τα έριχναν μπροστά ας πούμε και καλούσαν κρατούμενους και τα ποδοπατούσαν — πορτοκάλια, μήλα, δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Είχαμε αξιωματικούς που ήταν, όπως λέει ο λαός, τομάρια από κάθε άποψη. Δηλαδή γι’ αυτούς ήμασταν προδότες, γι’ αυτό και λέω σε κάθε εθνική επέτειο, ή μαύρη επέτειο 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου, αυτό το εισπράτταμε το μίσος και την απέχθεια που είχαν απέναντί μας, για το οποίο ασφαλώς υποδαύλιζε πολλές φορές οι διοικήσεις των φυλακών.

Η υγιεινή πώς ήταν;

Άθλια. Όταν λέμε άθλια, άθλια. Ερχόταν ένας γιατρός μια φορά την εβδομάδα και μερικές φορές 2 φορές το μήνα, επειδή υπήρχαν και άλλα στρατιωτικά συγκροτήματα γύρω μας. Αλλά δεν έδινε σημασία, γιατί οι κρατούμενοι ήταν κρατούμενοι και ιδιαίτερα μαζί μας δεν ασχολούνταν. Μια φορά θυμάμαι είχανε πάθει δηλητηρίαση όλη η φυλακή και με πρωτοβουλία του ταξίαρχου γειτονικού στρατιωτικού, στρατιωτικής μονάδας, γειτονικής στρατιωτικής μονάδας έδωσε εντολή και έφεραν αυτά τα καρβουνάκια τα αναβράζοντα. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχουν αυτά. Γιατί είχαμε αρκετούς, όλη η φυλακή μέσα σε εμετούς και διάρροιες. Δεν υπήρχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Για το κάθε τι έδιναν ασπιρίνη. Οτιδήποτε και να ‘χες πολλά από αυτά τα φαγητά προκάλεσαν προβλήματα στα στομάχια. Εγώ έχω μόνιμο πρόβλημα γαστρίτιδας, γλύτωσα το έλκος ως εκ θαύματος, δεν τρώγονταν τα φαγητά. Δεν υπήρχε υγιεινή στα μαγειρεία. Τα μαγειρεία ήταν με τσίγκους επάνω και πολλές φορές βρίσκαν ποντικούς μέσα. Τα ποντίκια βράζαν με το κρέας μαζί. Το κρέας ήτανε — είδαμε σφραγίδες — από τα ψυγεία του κράτους, έρχονταν και είδαμε σφραγίδες σε ορισμένα κρέατα του 1918, 1920 και το κρέας αυτό ήταν απροσδιόριστο. Δεν ξέραμε σε τι ζώο ανήκει. Το κόβαμε, ιδιαίτερα τον καιρό που ήταν υπήρχανε συνάδελφοι μας ομοπίστοι στα μαγειρεία, με το πριόνι που κόβουνε στο δάσος τα ξύλα. Μετά αυτό, όταν έβραζε — που για να βράσει ήταν αδύνατον — τα άλλα, αντί για λάδια δεν υπήρχαν λάδια, είχαν μαργαρίνες-λίπη. Το νερό τον χειμώνα δεν υπήρχε. Πολλές φορές λιώναμε χιόνι για να πιούμε νερό. Δεν είχαμε, οι υδροφόρες μας έφεραν, τις οποίες είχαν καθαρίσουν δεν κι εγώ πόσα χρόνια. Το δίκτυο της ύδρευσης ήτανε άθλιο. Στις φυλακές Ιωαννίνων τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί μπορούσαμε εμείς να μαγειρεύουμε, εμείς να χρησιμοποιούμε υλικά, πηγαίναμε έξω να ψωνίζουμε. Είχαμε άλλου είδους, ας πούμε, μεταχείρισης. Ευτυχώς που από τα οκτώμισι χρόνια τα σχεδόν τα 4 χρόνια τα βγάλαμε στις φυλακές Ιωαννίνων. Και κάπως πήραμε πάνω μας.

Εσείς έχετε δεχτεί βασανιστήρια από την ΕΣΑ; 

Ναι, αυτήν τη λεπτομέρεια την παρέλειψα. Στη δεύτερη φορά που πήγα στο στρατόπεδο στην Καλαμάτα και πέρασα ζωή χαρισάμενη, με έβαλαν στο αναρρωτήριο, όπως είχα τονίσει. Όταν χρειάστηκε να μεταφερθώ στις φυλακές Μπογιατίου, μου έδωσε ο διοικητής έναν φρουρό-έναν λοχία να με συνοδεύσει, χωρίς χειροπέδες, χωρίς τίποτα εννοείται. Μπήκαμε στο λεωφορείο, περάσαμε από το Άργος που ζούσε ο αδερφός μου, πάρα πολύ ωραία, κάναμε μια στάση και φτάσαμε στην Αθήνα κατά τις 7:00 το απόγευμα, στον σταθμό Λαρίσης. Εκεί ήταν το φρουραρχείο. Λοχαγός ο υπεύθυνος για εκείνο το βράδυ ένας καχεκτικός τύπος, αδύνατος πολύ, όπως τον έλεγα εγώ «κιτρινιάρης», χιτλερικό πρόσωπο, σκληρό πρόσωπο. Κοντός, αδύνατος και πολύ σκληρό πρόσωπο. Σαν να τον βλέπω απέναντί μου. Και ρωτάει τον — εγώ με πολιτικά βέβαια, δεν μπορούσαμε, δεν φορούσαμε στρατιωτικά — ρωτάει τον λοχία, του λέει… Πήγε ο λοχίας να βάλει σφραγίδα στο φύλλο πορείας ότι έφθασε και ότι είναι εντάξει. Ο λοχίας, ο δεσμοφύλακας είχε φροντίσει να κοιμηθούμε το βράδυ σε ένα σπίτι φιλικό. Και λέει ο λοχαγός: «Τι μέρος του λόγου είναι -λέει- ο πιτσιρικάς». Λέει: «Τα γνωστά». «Βέβαια -λέει- έτσι όπως τον βλέπω, κάνει χρήση ναρκωτικών». Μου είχε πει ο λοχίας: «Μην μιλήσεις, σε παρακαλώ».«Και πού θα πάτε απόψε;», λέει: «Θα πάμε σε ένα ξενοδοχείο» λέει ο λοχίας, μασημένα τα λόγια. Του λέει: «Θα τον πας σε ξενοδοχείο αυτόν; Αυτός -λέει- θα μείνει εδώ, πήγαινε εσύ σε ξενοδοχείο. Θα μείνει εδώ, σε εμάς». Κι έρχεται μπροστά μου και μου λέει: «Τι δόση παίρνεις για να σου δώσουν;» και λοιπά. Δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν μπορούσα να αφήσω την εντύπωση ότι είμαι τοξικομανής. Του λέω: «Κύριε λοχαγέ, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Δεν είμαι τοξικομανής, είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά». Το πρόσωπό του έγινε, δεν ξέρω τι να πω, τα μάτια του σχεδόν κόντεψαν να βγουν έξω. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε, μου τραβάει δυο χαστούκια και λέει: «Ήθελες να τον πας απόψε και -ουρλιάζοντας- να τον πας και σε ξενοδοχείο;». Και φωνάζει και έρχεται από τον 951 λόχο ΕΣΑ, ένα τζιπάκι με τέσσρις ΕΣΑτζήδες.

Για καλή μου τύχη, ο αδερφός μου, μας είχε συνοδεύσει με το λεωφορείο από το Άργος και του ‘δωσα ένα βαλιτσάκι που ‘χα τα ρούχα τα πρώτης ανάγκης, πράγματα. Του έδωσα και το ρολόι μου. Δεν ξέρω πώς, μια έκτη αίσθηση κινδύνου, με προέτρεψε να λειτουργήσω έτσι. Ο δε λοχίας, ο αδερφός μου δώσανε μπουρμπουάρ στους ΕΣΑτζήδες: «Μην τον πειράξετε -λέει- γιατί αύριο θα πάει στον Επίτροπο του στρατοδικείου και θα τον προφυλακίσουν στις φυλακές, μην τον πειράξετε». Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να περάσεις από την ΕΣΑ, χωρίς να σε «περιποιηθούν» σε εισαγωγικά. Πήγαμε, λοιπόν. Με το που μπήκαμε στην ΕΣΑ, φωνάζει ο σκοπός στην πύλη: «Τι αίμα έχει;». Δηλαδή ένιωθες πραγματικά σαν να ‘μπαινες σε μια ζούγκλα, σε ένα περιβάλλον που λες: «Τώρα, θεέ μου θα βγω ζωντανός από δω μέσα;». Εγώ βασιζόμουνα στο γεγονός ότι ο αδερφός μου είχε πάρει τα ρούχα μου, δεν είχα άλλα ρούχα για να αλλάξω. Λέω: «Ένα βράδυ είναι θα περάσει». Ο λοχίας είχε δώσει μπουρμπουάρ και τα λοιπά, λέω: «Θα με σεβαστούνε». Και με βάλανε σε ένα κελί μέσα και βλέπω έναν — τελικά ήταν πολιτικός κρατούμενος— διπλό το σαγόνι του από τα χτυπήματα. Μου λέει με τρεμάμενη φωνή, μου λέει: «Ρε φίλε -μου λέει- τι είσαι; Γιατί είσαι με τα πολιτικά;». Του λέω: «Μάρτυρας του Ιεχωβά;» και μου λέει την εξής κουβέντα — αυτός ήτανε όντως αριστερός κρατούμενος, πολιτικός κρατούμενος, μου λέει: «Δεν ξέρω τι να πω -μου λέει- εσείς δεν πειράζετε μυρμήγκι. Γιατί αυτή η συμπεριφορά και μεταχείριση; Καλά εμείς, στο κάτω-κάτω -λέει- κάναμε ό,τι κάναμε, ας πούμε». Και μου λέει:«Φίλε Μάρτυρα, μην φας τίποτα, μην πιεις τίποτα, μη ζητήσεις τίποτα, σε παρακαλώ πολύ, μην τους εμπιστεύεσαι». Τον κοίταξα καλά-καλά, σε κάποια στιγμή με βγάζουν από το Πειθαρχείο αυτό, από το κελί αυτό, μου βγάζουν τα ρούχα — ήταν Νοέμβριος μήνας — μου βγάζουν τα ρούχα, όλα με αφήνουν με τα εσώρουχα και με βάζουν σε ένα κελί και χωρίς κάλτσες. 27 Νοεμβρίου 1972, σαν τώρα το θυμάμαι, λέω: «Κάνει κρύο». Μου πετάξαν μια στρατιωτική κουβέρτα κι ένα παλτό, χλαίνη όπως το λέγανε στρατιωτική, για να τη φορέσω, αν κρυώνω. «Είναι τιμημένα τα ρούχα -λέει- τα στρατιωτικά και ζεστά, να τα φορέσεις». Είχε πάει η ώρα 12:00 το βράδυ 12-12:30 γιατί ρώτησα τον σκοπό απ’ έξω. Σκοπός απ’ έξω απ’ το κελί, μου λέει: «Δεν θα σε φιλέψουμε -λέει- τίποτα απόψε; Ένα βράδυ θα μας καθίσεις, να μην σε περιποιηθούμε;». Πήγε 12:30, είχα διψάσει, ήθελα νερό και λέω: «Λίγο νερό». Λέει: «Πρώτα θα φας και μετά νερό. Κανένα πρόβλημα, ό,τι θέλει ο μάρτυρας». Και μου φέρνουν σε ένα τσίγκινο πιάτο μπακαλιαρο με κρεμμυδια και τα λοιπά, ήταν μπακαλιάρος πλακί. Όντως πεινούσα, είχα να φάω από το μεσημέρι. Πόσες ώρες ταξίδι, δεν υπήρχε ο δρόμος ο καινούριος. Πήγαινε μέσω Αχλαδόκαμπου και έκανε, είχε πολλές στροφές, είχαν περάσει ώρες. Έφαγα μια κουταλιά, δεύτερη κουταλιά, καταλαβαίνω είναι τσιμπημένο στο αλάτι και με ζώσαν τα φίδια. Λέω: «Βασίλη, δεν άκουσες τη συμβουλή του παλικαριού: “μην πιάσεις, μη γευθείς, μην πάρεις τίποτα». «Νεράκι -λέει- θα χρειαστείς». Μετά από λίγο, έφαγα τις 2 μπούκες, σε λίγο η δίψα έγινε ανυπόφορη. Πήγε 1:00-1:30 ώρα, δεν μπορούσα άλλο να κρατηθώ. Λέω: «Παιδιά -λέω έτσι και έτσι- να πιω νερό». «Θα σε βγάλουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα -λέει- δεν είναι ανάγκη να σου το φέρουμε. Εκεί, θα πας να πιεις μόνος σου όσο θέλεις». Και πηγαίνοντας τώρα προς τα λουτρά του 951, λόχος ΕΣΑ. Η πόρτα ήταν σαν τα σαλούν στο Τέξας, που είχε άνοιγμα από κάτω και ανοιγόκλεινε πήγαινε πέρα-δώθε, βλέπω 2 ζευγάρια μπότες με την άκρη του ματιού μου. Λέω: «Να, τις έχουν βγάλει». Αλλά καθώς μπαίνω μέσα, καταλαβαίνω ότι κρύβονται 2 ΕΣΑτζήδες, απέναντι ήταν, όπως είναι ο τοίχος. Αυτός είχε καθρέπτες και βρύσες, λεγόμενες γούρνες και κάνω μια γρήγορη προσευχή: «Θεέ μου, δώσ’ μου δύναμη». Αυτό ακριβώς είπα και προλαβαίνω και πίνω μερικές γουλιές με τη χούφτα μου κι όπως ήμουν σκυμμένος, νιώθω το χτύπημα στην πλάτη από κοντάκι όπλου. Δηλαδή μέχρι σήμερα, έχω πρόβλημα στην αριστερή μου ωμοπλάτη. Με γύρισε ανάποδα και φώναζαν: «Μην τον χτυπήσετε σε σημεία που να φαίνεται». Με χτυπήσανε με γκλομπ στην αμασχάλη και στα πέλματα από κάτω, με πήραν σχεδόν σηκωτό. Αν δεν περνούσα την επόμενη μέρα αν δεν πήγαινα στον Επίτροπο του στρατοδικείου, δεν ξέρω αν θα ζούσα. Και με βάζουν τώρα στο κελί, που ήταν ο αριστερός, όταν τον είδα… Με βλέπει, μου λέει: «Γιατί, ρε μάρτυρα -μου λέει- δεν άκουσες;». Τέλος πάντων. Ήταν μια από τις πολύ-πολύ δύσκολες νύχτες. Το πρωί 5:00 η ώρα ήταν ο δεσμοφύλακας απ’ έξω, ο λοχίας με τον αδερφό μου. Βγήκα έξω, με κρατούσαν, δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, φρικτούς πόνους. Κατάλαβε, μου λέει ο δεσμοφύλακας: «Σε χτυπήσανε». Λέω: «Δυστυχώς, αυτοί είναι ανθρωπόμορφα τέρατα», λέω. Λέει: «Πάμε σε ένα φαρμακείο, αλλά είναι ώρα τέτοια -λέει- πρέπει να βρούμε διανυκτερεύον φαρμακείο». Πήγαμε σε ένα σπίτι φιλικό, κάναν τις πρώτες βοήθειες, μου βάλανε από κάτω μολυβονερό, κομπρέσες και τα λοιπά στα πόδια και πήγαμε κατά τις 8:30 η ώρα ήμασταν στο στρατοδικείο. Ήταν τότε επίτροπος ο Μιχάλης ο Τζούβελος, ο οποίος μετά διετέλεσε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου πολύ εξαιρετικός άνθρωπος, ο όποιος με είδε έτσι. Μου λέει: «Πού ήσουνα χθες;». Του λέω: «Στην ΕΣΑ». Μου λέει: «Σε χτύπησαν τα τέρατα», λέω: «Δυστυχώς». Ναι, αυτά ήτανε. Σε άλλους συνέβησαν και χειρότερα πράγματα, δηλαδή βασανίστηκαν πιο πολύ. Έναν τον φέραν από το Μεγάλο Πεύκο, ο οποίος έκανε 2 μήνες να σηκωθεί. Δηλαδή του κατέστρεψαν το αισθητήριο του πόνου από τα χτυπήματα που του ‘δωσαν, ναι. Ήταν τότε αυτή η λεγόμενη «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και πολύ σωστά δήλωσα κάποτε στον δημοσιογράφο τον Τσαρούχα, του είπα ότι: «Αυτόν τον Θεό της Ελλάδας ούτε τον γνώρισα ούτε θέλω να το γνωρίσω. Δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό που εγώ πιστεύω». Εδώ είναι τα δημοσιεύματά του, ηλεκτρονικός ιστότοπος είναι, Κατιούσα λέγεται, δεν ξέρω αν έχεις υπόψιν σου, «Κατιούσα». Και είχα γράψει ένα είδος, έχει τίτλο: «Η οδύσσεια ενός θρησκευτικού αντιρρησία», έχει και φωτογραφίες. Εδώ είναι η φωτογραφία που είμαι στο πειθαρχείο το 1969. Αυτά τα έχω όλα για σένα μήπως και τυχόν χρειαστείς περισσότερες πληροφορίες. Και αν θα μπεις στον ιστότοπο ή και βρεις την εφημερίδα γιατί είναι πιο καθαρές ασφαλώς οι φωτογραφίες στο αυτοί είναι 3 που με είχαν ας πούμε. Αν θα μπεις στον ιστότοπο, έχει και τη συνέντευξη που έχω δώσει στον Κώστα τον Τσαρούχα, δια ζώσης. Είναι η αποφυλάκιση ιστορική εδώ που ήτανε στο Μπογιάτι επίσης — αυτόν τον εκτέλεσαν — και εδώ είναι ένα πινακάκι που δείχνει στη διάρκεια των ετών, μέχρι τον καιρό που είχε φτιαχτεί, πόσοι αντιρρησίες κρατήθηκαν στις φυλακές.

Μάλιστα, θα θέλατε μήπως να μοιραστείτε κάποια ιστορία, όπως αυτή που είπατε του Ιώβ ή κάτι άλλο κάτι άλλο που θυμηθήκατε;

Απλώς με ενέπνευσε η περίπτωση του Ιώβ, επειδή τα όσα υπέφερε με έβαλαν σε σκέψεις. Το δίδαγμα για μένα ήταν μέχρι, όπως έφτασε σήμερα η παροιμία, «η ιώβιος υπομονή», συνέβησαν πολλά σε αυτόν τον άνθρωπο. Δηλαδή έχασε τα 10 παιδιά του από φυσικές καταστροφές. Επήγαν τρεις υποτιθέμενοι φίλοι του, οι λεγόμενοι «παρηγορητές», εγώ τους αποκαλώ «άθλιους παρηγορητές», να τον συνδράμουν. Και στον χώρο της φυλακής είχαμε πολλή ανάγκη μιας ενθαρρυντικής κουβέντας και σκέψης, ενός χτυπήματος στον ώμο, κουράγιο. Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι o Ιώβ για 7 μέρες και 7 νύχτες κάθονταν και τον κοίταγαν απλώς οι παρηγορητές, αυτοί οι ψευδοπαρηγορητές, τον κοιτούσανε καθώς βασανιζόταν αυτός από τα όσα τράβηξε και από την απώλεια των παιδιών του, από την απώλεια των υπαρχόντων του και από το είδος της λέπρας, που είχε παταχθεί και που τον είχε χτυπήσει και του προξενούσε τρομερή φαγούρα και πόνους. Ένας ενθαρρυντικός λόγος τίποτα απολύτως. Ένιωσα πολλές φορές σαν τον Ιώβ, περιστοιχιζόμενος από ανθρωπόμορφα τέρατα. Και όταν άνοιξαν οι παρηγορητές το στόμα τους, καλύτερα να μην το άνοιγαν. Προσπάθησαν να αποδείξουν ότι για όλα όσα τραβάει, τα τραβάει εξαιτίας του ότι είναι αμαρτωλός. Αυτό προσπαθούσαν και εμάς να μας το εντυπώσουν ότι «ποιος Θεός;». Μου το φώναζαν στην εξώπορτα, με χτυπούσαν: «Πού είναι ο Ιεχωβά, ρε; Πού είναι ο Ιεχωβά; Γιατί δεν μπαίνει στη μέση να σε σώσει;». Στα Πειθαρχεία επίσης το ίδιο. Στις φυλακές το ίδιο, ναι. Αυτός ο θεός που στήριξε τον Ιώβ, στήριξε και εμένα. Γι’ αυτό λέω, με ενέπνεε αυτή η περίπτωση. Αντλούσα δύναμη δηλαδή απ’ τις αφηγήσεις της γραφής και συνεχίζω να αντλώ μέχρι σήμερα.

Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε; Κάτι σημαντικό, κάτι που μπορεί να θυμηθήκατε;

Ήθελα απλώς να τονίσω ότι στη διάρκεια αυτών των φοβερών καταστάσεων που βιώσαμε και των περιστάσεων υπήρχαν κατά καιρούς άνθρωποι πολύ-πολύ-πολύ καλοί, με ήθος, με αξιοπρέπεια, με αισθήματα, οι οποίοι προσπαθούσαν με πολλούς και διάφορους τρόπους να μας συμπαρασταθούν. Θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό, που επίσης με σημάδεψε πάρα πολύ. Στη διάρκεια της φυλάκισης, της παραμονής μου στο Πειθαρχείο, που ήμουνα σε κατάσταση απόγνωσης, χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης στα βασικά χρειώδη, στα βασικά αναγκαία — νερό και τα λοιπά και τα λοιπά — με τη συνοδεία μόνο των αρουραίων, δεν περνούσαν οι μέρες. Γιατί το να νιώθεις αυτήν τη στιγμή το σώμα σου, ας πούμε, να μυρίζει, να μην μπορείς να πλυθείς. Απλά, αναγκαία πράγματα. Οι μέρες περνούσαν, οι νύχτες δεν περνούσαν. Έφτασα στην πεντηκοστή όγδοη μέρα σχεδόν και κάποιο βράδυ, η πόρτα της φυλακής, η πόρτα του Πειθαρχείου άνοιξε. Έπεσε μια δέσμη φωτός επάνω μου από φακό και ο άνθρωπος που τον κρατούσε έκανε πίσω. Μου λέει: «Τι μπόχα είναι αυτή;», δυσοσμία το κελί. Μου λέει: «Σε έχουν ξεχάσει, ρε φίλε, εδώ μέσα; Ποιος είσαι;». Με έβγαλε έξω, άναψε το φως του διαδρόμου και μου λέει: «Πώς είσαι έτσι;», μου λέει. Εγώ, όπως είπα προηγουμένως, δεν είχα τη δυνατότητα να δώ τα γένια μου πόσο είχαν μεγαλώσει, τα νύχια μου πόσο έχουν μακρύνει, πώς ήμουνα, σε τι κατάσταση — μια ζωώδη κατάσταση. «Πάμε -μου λέει- να κάνεις ένα μπάνιο». Εγώ σκεφτόμουν όμως το εξής… Επειδή ήταν μια τακτική προσφιλής αυτή για τους στρατιωτικούς, μερικές φορές έρχονταν, όπως λέει η Γραφή «σαν λιοντάρι ωρυόμενο», με φοβερά, με οτιδήποτε άλλο να μας αναγκάσουν να στρατευτούμε. Άλλες φορές χρησιμοποιούσαν γλυκύτατο τρόπο, αγγελικό τρόπο για να επιτύχουν αυτό που ήθελαν. Και το ναζιστικό καθεστώς ίδια μέσα χρησιμοποίησε. Δηλαδή, όπως λέμε, ο διάβολος είναι παντού ίδιος δεν ξεχωρίζει. Σε όλα τα δικτατορικά καθεστώτα παρατηρούμε την ίδια τακτική να εφαρμόζει. Έτσι εγώ τώρα σκεφτόμουνα γιατί αυτή η καλοσύνη του ανθρώπου που το πάει ανησυχούσα, ήμουνα σε εγρήγορση. Τέλος πάντων, πήγαμε στα λουτρά — δεν είχαμε κινητό τότε να πάρω μια φωτογραφία, να την έχω σήμερα σαν σουβενίρ πώς ήμουνα — αλλά ειλικρινά δηλαδή ήτανε το κάτι άλλο αυτό που είδα, ήταν το κάτι άλλο. Δεν ξεχώριζα, ας πούμε, πρόσωπο τα γένια, αναμαλλιασμένος, τα νύχια μου. Γενικά ήμουν σε κατάσταση απελπιστικά άθλια. Μπαίνω μέσα, το νερό κρύο, δεν έβγαζε σαπουνάδα το σαπούνι. Του λέω: «Κύριε λοχαγέ, δεν βγάζει δεν κάνει σαπουνάδα». Μου έδωσε αυτή τη σκόνη, το ROL που πλέναν τότε. Έκανα πλούσια σαπουνάδα, αφού το κορμί μου άχνιζε από… Ένα μήνα και πλέον, 2 μήνες σχεδόν, να μπω σε νερό. Τέλος πάντων, σκεφτόμουν τώρα τι ρούχα θα φορέσω, ναι, καθώς θα τελειώσω. Όταν τελείωσα, βλέπω ακριβώς στην είσοδο του μπάνιου ένα ζευγάρι εσώρουχα καθαρά, πιτζάμες, σαγιονάρες. Η ανησυχία εντείνεται: γιατί τόση καλοπέραση; Λέω: «Κύριε λοχαγέ -λέω- τι ακριβώς θέλετε από μένα;». Μου λέει: «Θα σε κουρέψει ο κουρέας, θα σε ξυρίσει και μετά θα πάμε από το γραφείο για να μιλήσουμε». Πράγματι με κούρεψαν με ξύρισαν, πήγα στο γραφείο. Στο γραφείο του μέσα είχε επάνω στο τραπέζι τέσσερα λαχταριστά σουβλάκια τυλιχτά. Είχα να φάω δυο μήνες, η μυρωδιά και μόνο είχε… Αλλά υπήρχε ένας κόμπος στον λαιμό, λέω: «Γιατί αυτή η καλοσύνη;». «Φάε και θα τα πούμε. Φάε, μην φοβάσαι, δεν έχω ρίξει τίποτα μέσα». Έτρωγα, αλλά με έτρωγε. Προσπαθούσα να καταλάβω πού το πάει. Μόλις έφαγα, μου λέει: «Θέλεις κάτι άλλο;» και πήρα το θάρρος να του πω το εξής, λέω: «Δεν ξέρω -λέω- πού βασίζεται αυτή η καλοσύνη σας, αν είναι επίπλαστη, αν είναι πραγματική». Χαμογελούσε αυτός: «Θα ήθελα κάτι άλλο να σας ζητήσω». Λέει: «Ό,τι θέλεις». Του λέω: «Αν μπορούσα να έχω μια Αγία Γραφή». Γιατί η Αγία Γραφή λέει ό,τι λόγια του Ιησού του αρχηγού μου, ότι με κάθε λόγο δεν ζει ο άνθρωπος με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που εξέρχεται από την Αγία Γραφή. Για μένα η Αγία Γραφή είναι το ψωμί μου το καθημερινό μου. Εγώ είμαι ετερόφωτος αστέρας, δεν είμαι αυτόφωτος. Εγώ αντλώ δύναμη από τη Γραφή. Μου λέει: «Τη θέλεις πολύ;». Λέω: «Τη θέλω πολύ». Σηκώνεται, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, πάει στη βιβλιοθήκη και τραβάει ένα δεματάκι δεμένο με σπάγκο. Μου λέει: «Άκουσε, φίλε Μάρτυρα, για να μην ταλαιπωρείς -μου λέει- το μυαλό σου και μην ανησυχείς να σου πω λίγο ποιος είμαι». Μου λέει: «Ο παππούς μου ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, τον αγαπούσα πάρα πολύ και τον αγαπώ. Βέβαια δεν ζει», μου λέει. Μου είπε το όνομα του παππού του, έτυχε να τον γνωρίζω, από την Πελοπόννησο ήτανε. «Όταν -μου λέει- πέθανε ο παππούς μου, με κάλεσε, μου έπιασε τα χέρια και με όρκισε, μου έδωσε ευχή και κατάρα “εκεί που είσαι -μου λέει- θα συναντήσεις κάποτε κάποιο ομόπιστο. Δείξε την αγάπη σου έμπρακτα -μου λέει- σε αυτό το αδέρφι, σε αυτόν που θα έρθει και όποιον συναντήσεις, όποιον βρεις θα του δώσεις αυτό” και ξετυλίγει το δέμα και ήταν μια Γραφή μέσα. Την έχω εδώ σαν σουβενίρ, ένα ιερό κειμήλιο. Την πήρα, την έβαλα στο στήθος, ξέσπασα σε λυγμούς. Ο άνθρωπος αυτός δεν έμαθα ποτέ το όνομά του, δεν μπόρεσα να το μάθω. Έφυγα από τις φυλακές την επόμενη μέρα κι έμαθα από τη διοίκηση των φυλακών ότι ο δεσμοφύλακας, ο διοικητής της φρουράς και δυο ακόμη δεσμοφύλακες πέρασαν στρατοδικείο. Κι έτσι ενημερώθηκε ο διοικητής για την ελεεινή μεταχείριση που επεφύλαξαν γι’ αυτό. Και τόνισα έντονα σε αυτή τη διάρκεια της συνέντευξης ότι η προσωπική μου σχέση με τον Θεό, το εννοώ. Είμαι βέβαιος ότι αυτά δεν είναι όλα τυχαία, δεν είναι όλα συμπτώσεις.  Σ’ αυτό το διάστημα της, τέλος πάντων, της συζήτησης τα συμπεράσματα μου εγώ τα έχω βγάλει. Αυτός είναι ο Θεός μου. Χαίρομαι που τον εκπροσωπώ, χαίρομαι που τον λατρεύω και είμαι έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω για αυτόν, άμα χρειαστεί. Και τον ευχαριστώ επίσης γιατί έχουμε έναν ευλογημένο και ευτυχισμένο γάμο. Κλείσαμε 43 χρόνια γάμου με την Κούλα και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ξέρω τι γίνεται έξω στον κόσμο, υπάρχει πρόβλημα σε πολλά σπίτια, τα διαζύγια έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Αυτά είναι άγνωστες λέξεις, δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο το δικό μας. Θα μου πεις: «Δεν έχετε προβλήματα;». Έχουμε, αλλά προσπαθούμε το πρόβλημα να το λύνουμε καθημερινά και να αφήνουμε τη Γραφή να μας κατευθύνει σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε. Και είναι πολύ-πολύ σημαντική η προσφορά της Γραφής σε πολλούς τομείς γι’ αυτό και την αγαπάμε τόσο πολύ. Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο. 

Σας ευχαριστώ πολύ. Εγώ θα ήθελα να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση, γιατί είδα εδώ τη φωτογραφία που μου δείχνετε και μου φαίνεται φοβερό πως ενώ είστε στη φυλακή, χαμογελάτε.

Ναι, γιατί υπάρχει ένα εδάφιο στη γραφή που λέει ότι «η χαρά του Ιεχωβά είναι η δύναμή σας, είναι το οχυρό σας». Χωρίς την ιδιότητα αυτή, δυστυχώς δεν περνάει η φυλακή. Μερικές φορές στις λεγόμενες μαύρες επετείους, μας έκλειναν σε κελιά μέσα όλους μαζί κι εμείς καθώς μπαίναμε στην απομόνωση, αυστηρή απόγνωση, τα λεγόμενα «ψυχρά κελιά» της φυλακής, το ρίχναμε να παίζουμε μπίζ, ας πούμε. Ένα πανάρχαιο παιχνίδι και να πέφτει το γέλιο σύννεφο και το διασκεδάζαμε! Και απ’ έξω να μην μπορούν να καταλάβουν: «Τους κλείσαμε στα ψυχρά κελιά, χωρίς φαγητό, χωρίς τίποτα και αυτοί ας πούμε το καλαμπουρίζουν». Ναι, αν δεν υπήρχε η χαρά… Άλλοι στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με χαρά. Υπάρχουν αφηγήσεις συγκεκριμένες. Ένα παλικάρι που εκτελέστηκε το 1949, τρεις εικονικές εκτελέσεις κάνανε για να τσακίσουν το ηθικό του. Δεν τα κατάφεραν, ούτε δέχθηκε μαντήλι στα μάτια να του βάλουν. Και αυτό χαρακτηρίζει γενικά την ιστορία και των πρώτων χριστιανών. Αν διαβάσει κανείς ιστορίες, που τους ρίχνουν στις αρένες οι Ρωμαίοι και τα λοιπά, η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Έτσι. Και συνεχίζει και σήμερα.


* Πηγή: https://archive.istorima.org/interviews/10927